Τι σημαίνει το mature στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mature στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mature στο Αγγλικά.

Η λέξη mature στο Αγγλικά σημαίνει ώριμος, ώριμος, ωριμάζω, ώριμος, ώριμος, λήγω, ωριμάζω, ωριμάζω, ώριμος ενήλικας, ώριμη ηλικία, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ώριμος φοιτητής, ώριμη γυναίκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mature

ώριμος

adjective (person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was mature for a 16-year old.
Ήταν ώριμος για δεκαεξάχρονος.

ώριμος

adjective (ripe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's better to eat mature fruit.
Είναι καλύτερο να τρως ώριμα φρούτα.

ωριμάζω

intransitive verb (person)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He matured rapidly in the army.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο στρατός τον ωρίμασε.

ώριμος

adjective (fully grown, complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We only harvest mature plants.
Μαζεύουμε τους καρπούς μόνο από τα ώριμα φυτά.

ώριμος

adjective (fully considered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He made a mature decision that it was better to stay home.
Πήρε την ώριμη απόφαση να μείνει στο σπίτι.

λήγω

intransitive verb (finance, loan: end)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He needed to get a new loan when the old one matured.
Έπρεπε να πάρει καινούριο δάνειο μόλις έληγε το πρώτο.

ωριμάζω

intransitive verb (become mature, ripe)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The farmer will not harvest the fruit until it matures.
Ο αγρότης δεν θα μαζέψει τον καρπό μέχρι να ωριμάσει.

ωριμάζω

transitive verb (make mature, ripened)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This is where we mature the cheese for sale.
Εδώ ωριμάζουμε το τυρί για να βγει στο εμπόριο.

ώριμος ενήλικας

noun (person: grown-up)

ώριμη ηλικία

noun (middle age)

His mother is of mature age at 40 years old.

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

noun (legal adulthood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The law of the United States holds that only those of mature age may purchase cigarettes.

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

noun (middle-aged male) (μεταφορικά)

ώριμος φοιτητής

noun ([sb] enrolled in study after usual age) (μεταφορικά)

ώριμη γυναίκα

noun (middle-aged female) (μεταφορικά)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mature στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mature

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.