Τι σημαίνει το grow στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης grow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grow στο Αγγλικά.
Η λέξη grow στο Αγγλικά σημαίνει γίνομαι πιο, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, αναπτύσσομαι, καλλιεργώ, αφήνω, καταλήγω να κάνω κτ, ωριμάζω, -, φυτρώνω σε κτ, αναπτύσσω, απομακρύνομαι, χάνομαι, απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπ, ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνω, εξελίσσομαι σε, αναπτύσσω δεξιότητες/ικανότητες, μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτ, μακραίνω, μακραίνω, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, ξεπερνάω, προέρχομαι από κτ, μεγαλώνω, μεγαλώνω, η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπης, γίνομαι πικρόχολος, έρχομαι κοντά, κάνει κρύο, ψυχραίνομαι, κρυώνω, χαμηλώνω, σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτ, μεγαλώνω, ξημερώνει, ελαφραίνω, μεγαλώνω, κτ μου αρέσει όλο και περισσότερο, γίνομαι φτωχότερος, γίνομαι πιο φτωχός, γίνομαι πλούσιος, γίνομαι φιλάσθενος, αδυνατίζω, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, σοβαρέψου, αποδυναμώνομαι, χάνω την αποτελεσματικότητα, χάνω ένταση, κουράζομαι από κτ/κπ, χειροτερεύω, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης grow
γίνομαι πιοintransitive verb (increase in size) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) At puberty, she will grow taller. Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή. |
αναπτύσσομαιintransitive verb (expand) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our company has grown rapidly this year. Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος. |
αυξάνομαιintransitive verb (increase) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The population will grow rapidly. Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία. |
ευδοκιμώ, ευημερώintransitive verb (thrive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Not many trees can grow in the desert. Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο. |
αναπτύσσομαι(develop, arise) (από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The business grew from a small family firm to a multimillion pound business. Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων. |
καλλιεργώtransitive verb (cultivate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They grow a lot of wheat in this region. Καλλιεργούν πολύ σιτάρι σε αυτή την περιοχή. |
αφήνωtransitive verb (facial hair) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's growing a beard. Αφήνει μούσι. |
καταλήγω να κάνω κτ(feel after time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He grew to appreciate her presence. Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της. |
ωριμάζωintransitive verb (mature) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I hope this experience will help him to grow. Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει. |
-intransitive verb (+ adj: become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) We soon grew tired of her temper tantrums. Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της. |
φυτρώνω σε κτ(plant: growth habit) According to folklore, moss grows on the north side of trees. Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων. |
αναπτύσσωtransitive verb (business: develop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Social networking can help you to grow your business. |
απομακρύνομαι, χάνομαιphrasal verb, intransitive (figurative (friends: become less intimate) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We were best friends in high school, but we have since grown apart. |
απομακρύνομαι από κπ, αποστασιοποιούμαι από κπphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (lose attachment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Children gradually grow away from their parents and form their own identities. |
ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνωphrasal verb, intransitive (hair, etc.: regrow) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After I shaved my head, my hair grew back at a surprising rate. |
εξελίσσομαι σεphrasal verb, transitive, inseparable (become when fully developed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If it survives, a tadpole will grow into a frog. |
αναπτύσσω δεξιότητες/ικανότητεςphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (develop ability for: job, responsibility) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm finding the new job rather difficult at the moment, but I'm hoping to be able to grow into it as time goes by. |
μεγαλώνω αρκετά ώστε να μου κάνει κτphrasal verb, transitive, inseparable (become big enough for: clothing) (κατά λέξη: για ρούχο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μακραίνωphrasal verb, transitive, separable (hairstyle: allow to lengthen) (μαλλιά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Last year I cut my hair very short, but now I am letting it grow out. Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν. |
μακραίνωphrasal verb, intransitive (hairstyle: lengthen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sara wears hairclips while her bangs are growing out. |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πιαphrasal verb, transitive, inseparable (clothing: outgrow) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Children at that age grow out of their clothes so quickly. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
ξεπερνάωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (habit: outgrow) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard grew out of the habit of sucking his thumb. Ο Ρίτσαρντ ξεπέρασε τη συνήθεια να πιπιλάει τον αντίχειρά του. |
προέρχομαι από κτphrasal verb, transitive, inseparable (originate, develop) The idea grew out of discussions between leading organizations in the environment sector. Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου. |
μεγαλώνωphrasal verb, intransitive (become adult or mature) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I grew up in a village in Southern England. As a child, Kenny wanted to be a policeman when he grew up. Μεγάλωσα σ' ένα χωριό στη Νότια Αγγλία. |
μεγαλώνωphrasal verb, intransitive (figurative (assume adult responsibility) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I wish my brother would grow up and get a place of his own. Μακάρι ο αδερφός μου να μεγάλωνε και να έβρισκε δικό του σπίτι. |
η απουσία αυξάνει την ένταση της αγάπηςexpression (miss [sb] more) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γίνομαι πικρόχολος(become full of resentment) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Sadly, many marriages grow acrimonious over time. |
έρχομαι κοντά(become intimate or friendly) (μεταφορικά) My best friend and I grew close during several classes we took together in our final year of college. |
κάνει κρύο(weather) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) After night fall, the desert really grows cold. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν κρυώσει και άλλο ο καιρός θα ανάψουμε το καλοριφέρ για να ζεστάνουμε το σπίτι. |
ψυχραίνομαι, κρυώνω(figurative (feelings) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Selena's love for Eric had grown cold. |
χαμηλώνω(light: become less bright) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The lights in the cinema grew dim as the film was about to start. |
σβήνω, θαμπώνω, ξεθωριάζω(figurative (memory: fade) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My memories of high school, over 50 years ago, are growing dim. |
αρχίζω να συμπαθώ κπ/κτverbal expression (come to like) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My sister-in-law and I didn't get along well at first, but now we have grown quite fond of one another. Στην αρχή δεν τα πηγαίναμε καλά με την κουνιάδα μου, αλλά τώρα συμπαθηθήκαμε αρκετά. |
μεγαλώνω(get bigger) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Water erosion has caused the canal to grow larger. |
ξημερώνει(day: arrive, dawn) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) It grows light around 6 am at this time of year. |
ελαφραίνω(figurative (become less of a burden) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεγαλώνω(age, become elderly) (μεταφορικά: ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Most people's eyesight deteriorates as they grow old. |
κτ μου αρέσει όλο και περισσότεροverbal expression (eventually like [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rick hated this song at first, but it's growing on him. Ο Ρικ στην αρχή μισούσε αυτό το τραγούδι αλλά τώρα του αρέσει όλο και περισσότερο. |
γίνομαι φτωχότερος, γίνομαι πιο φτωχός(have less money) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Workers grow poorer if their pay stays the same while prices rise. |
γίνομαι πλούσιος(become wealthy, prosper) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The managers grew rich while the workers suffered. |
γίνομαι φιλάσθενος(become prone to illness) |
αδυνατίζω(become very thin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακάverbal expression (appreciate after time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mangoes didn't appeal to me at first, but I've grown to like them. |
σοβαρέψουinterjection (stop acting childishly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Grow up and start acting your age! Σοβαρέψου και άρχισε να συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την ηλικία σου. |
αποδυναμώνομαιintransitive verb (person: lose physical strength) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He had grown weak after his illness and could no longer climb the stairs. |
χάνω την αποτελεσματικότηταintransitive verb (excuse, etc.: be overused) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The excuse that your car would not start will grow weak if you use it too often! |
χάνω έντασηintransitive verb (voice: become faint) (για φωνή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His voice had grown weak because he had been shouting too loudly at the football match. |
κουράζομαι από κτ/κπ(become tired) I grew weary of my ex-boyfriend's constant criticism, so I dumped him. |
χειροτερεύω(deteriorate, worsen) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Your cough will grow worse if you don't give up smoking. |
Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.expression (Do not spend wastefully.) No, you can't have a bicycle, money doesn't grow on trees! |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του grow
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.