Τι σημαίνει το develop στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης develop στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του develop στο Αγγλικά.
Η λέξη develop στο Αγγλικά σημαίνει αναπτύσσω, προκύπτω, αναπτύσσομαι, αναπτύσσομαι, εξελίσσω, βελτιώνω, παρουσιάζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, εμφανίζω, εμφανίζω, αναπτύσσω, αναπτύσσω, δείχνω, εξελίσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης develop
αναπτύσσωtransitive verb (improve: skills) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The teacher helped students develop their creative writing skills. Ο δάσκαλος βοήθησε τους μαθητές του να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στη δημιουργική γραφή. |
προκύπτωintransitive verb (come into being) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trouble will develop if the crowd is not dispersed. Θα προκύψουν προβλήματα αν δεν διαλυθεί το πλήθος. |
αναπτύσσομαιintransitive verb (grow, mature) (από παιδί σε ενήλικα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Many girls start to develop when they are 11 or 12. Πολλά κορίτσια αρχίζουν να αναπτύσσονται όταν είναι 11 ή 12 ετών. |
αναπτύσσομαιintransitive verb (country: grow economically) (οικονομικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) China continues to develop rapidly. Η Κίνα συνεχίζει να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. |
εξελίσσω, βελτιώνωtransitive verb (object, process: improve) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He developed the computer programme to the level of sophistication it has today. Εξέλιξε το πρόγραμμα του υπολογιστή μέχρι το επίπεδο στο οποίο είναι σήμερα. |
παρουσιάζωtransitive verb (illness) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I developed a cold over the weekend. |
αναπτύσσωtransitive verb (construction) (ευρύτερη έννοια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They developed this whole area just in the last ten years. Ανέπτυξαν (or: έχτισαν) ολόκληρη την περιοχή τα τελευταία μόλις δέκα χρόνια. |
αναπτύσσωtransitive verb (create: object, process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She developed a new method for teaching foreign languages. Ανέπτυξε μία νέα μέθοδο διδασκαλίας ξένων γλωσσών. |
εμφανίζωtransitive verb (film: process) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Digital cameras have no film that needs to be developed at a store. Οι ψηφιακές μηχανές δεν έχουν φιλμ που να πρέπει να εμφανιστεί σε κάποιο κατάστημα. |
εμφανίζωtransitive verb (problem: start having) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The car developed a rattling noise. After the harsh winter, the paving developed a number of potholes. |
αναπτύσσωtransitive verb (musical theme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The composer developed the theme, with the woodwinds following the strings. |
αναπτύσσω, δείχνωtransitive verb (interest, liking: start to have) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) During retirement she developed an interest in beekeeping. |
εξελίσσομαιphrasal verb, transitive, inseparable (become, evolve to be) (γίνομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του develop στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του develop
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.