Τι σημαίνει το grown στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης grown στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του grown στο Αγγλικά.

Η λέξη grown στο Αγγλικά σημαίνει ενήλικος, γίνομαι πιο, αναπτύσσομαι, αυξάνομαι, ευδοκιμώ, ευημερώ, αναπτύσσομαι, καλλιεργώ, αφήνω, καταλήγω να κάνω κτ, ωριμάζω, -, φυτρώνω σε κτ, αναπτύσσω, πλήρως ανεπτυγμένος, ενήλικα παιδιά, ενήλικας, μεγάλη γυναίκα, ενήλικας, ενήλικος, σπιτικός, σπιτίσιος, τοπικός, ντόπιος, ντόπιος, τοπικός, που έχει αναπτυχθεί ικανοποιητικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης grown

ενήλικος

adjective (adult, mature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny is a grown woman and she can handle herself.
Η Τζένυ είναι μεγάλη γυναίκα και μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της.

γίνομαι πιο

intransitive verb (increase in size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At puberty, she will grow taller.
Στην εφηβεία θα γίνει πιο ψηλή.

αναπτύσσομαι

intransitive verb (expand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our company has grown rapidly this year.
Η επιχείρηση μας έχει μεγαλώσει πολύ φέτος.

αυξάνομαι

intransitive verb (increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The population will grow rapidly.
Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία.

ευδοκιμώ, ευημερώ

intransitive verb (thrive)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Not many trees can grow in the desert.
Δεν ευδοκιμούν πολλά δέντρα στην έρημο.

αναπτύσσομαι

(develop, arise) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The business grew from a small family firm to a multimillion pound business.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

καλλιεργώ

transitive verb (cultivate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They grow a lot of wheat in this region.
Καλλιεργούν πολύ σιτάρι σε αυτή την περιοχή.

αφήνω

transitive verb (facial hair) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's growing a beard.
Αφήνει μούσι.

καταλήγω να κάνω κτ

(feel after time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He grew to appreciate her presence.
Με τον καιρό, εκτίμησε την παρουσία της.

ωριμάζω

intransitive verb (mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I hope this experience will help him to grow.
Ελπίζω αυτή η εμπειρία να τον βοηθήσει να ωριμάσει.

-

intransitive verb (+ adj: become) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We soon grew tired of her temper tantrums.
Σύντομα βαρεθήκαμε τα πείσματά της.

φυτρώνω σε κτ

(plant: growth habit)

According to folklore, moss grows on the north side of trees.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα βρύα φυτρώνουν στη βόρεια πλευρά των δέντρων.

αναπτύσσω

transitive verb (business: develop)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Social networking can help you to grow your business.

πλήρως ανεπτυγμένος

adjective (mature, fully developed)

ενήλικα παιδιά

noun (adult offspring)

ενήλικας

noun (adult male)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His story was so sad, it could make grown men cry.

μεγάλη γυναίκα

noun (adult female)

She dresses like a grown woman, but she's still a young girl.

ενήλικας

noun (informal (adult person)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It's a movie for grown-ups; it's certainly not for children. // Not now, sweetie; the grownups are talking.
Είναι ταινία για μεγάλους, σε καμία περίπτωση δεν κάνει για παιδιά. // Όχι τώρα γλυκιά μου, μιλάνε οι μεγάλοι.

ενήλικος

adjective (informal (adult, mature)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cindy has three grownup children.
Η Σίντυ έχει τρία ενήλικα παιδιά.

σπιτικός, σπιτίσιος

adjective (grown at home)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The family ate turkey and homegrown vegetables at Thanksgiving dinner.

τοπικός, ντόπιος

adjective (grown locally)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You can buy homegrown vegetables at the local farmers' market.

ντόπιος, τοπικός

adjective (figurative (native, local)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Renren is China's homegrown version of Facebook.

που έχει αναπτυχθεί ικανοποιητικά

adjective (having good development)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are several well-grown trees in the garden.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του grown στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του grown

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.