Τι σημαίνει το mémoire στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mémoire στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mémoire στο Γαλλικά.

Η λέξη mémoire στο Γαλλικά σημαίνει μνήμη, εργασία, μνήμη, μνήμη, μνήμη, συσκευή αποθήκευσης, ανάμνηση από προηγούμενη ζωή, συγκράτηση, ανάμνηση, διπλωματική εργασία, σελιδοποίηση, που βοηθάει να θυμηθώ, υπενθύμιση, κρυφή μνήμη, κάνω buffering, ξεχασιάρης, απ'όσο θυμάμαι, από μνήμης, εις μνήμη,σε ανάμνηση, εις μνήμη,σε ανάμνηση, μακροπρόθεσμη μνήμη, μαζική αποθήκευση, μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου, συλλογική,κοινωνική μνήμη, καλή μνήμη, απώλεια μνήμης, φωτογραφική μνήμη, μνήμη, αδύναμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, χωρητικότητα μνήμης, φλασάκι, στικάκι, ενσωματωμένη μνήμη, ελεύθερη μνήμη, καλή μνήμη, συλλογική μνήμη, παιχνίδι μνήμης, διαρροή μνήμης, λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη, δεδομένα μεταφοράς, μνήμη φλας, τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης, εις μνήμη, εις μνήμη,σε ανάμνηση, στη μνήμη, θυμίζω κτ σε κπ, δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου, κενό, πρόσφατη μνήμη, τιμώ, διαγράφω, διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία, βοηθάω, βοηθώ, buffer, αποθηκεύω προσωρινά, μνήμη μόνο για ανάγνωση, εις μνήμη κπ, αν θυμάμαι καλά, Εις μνήμην, μπλακάουτ, επιβλέπων καθηγητής, επιβλέπουσα καθηγήτρια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mémoire

μνήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si ma mémoire est bonne, il a été candidat à la mairie.
Αν η μνήμη μου δε με απατά, κάποτε ήταν υποψήφιος δήμαρχος.

εργασία

(pour le master)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tous les étudiants de dernière année doivent rédiger un mémoire sur un sujet de leur choix.
Όλοι οι τελειόφοιτοι πρέπει να γράψουν μια εργασία με θέμα δικής τους επιλογής.

μνήμη

nom féminin (capacité)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai aucune mémoire pour les prénoms.
Έχω πολύ κακή μνήμη όσον αφορά στα ονόματα των ανθρώπων.

μνήμη

nom féminin (Informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon nouvel ordinateur possède une mémoire de 2 GB.
Ο καινούριος μου υπολογιστής έχει μνήμη 2 GB.

μνήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En vieillissant, Janine perdait graduellement la mémoire.
Καθώς η Τζανίν γερνούσε, η μνήμη της έφθινε.

συσκευή αποθήκευσης

(Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανάμνηση από προηγούμενη ζωή

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγκράτηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mémoire d'Olivia est remarquable ; elle semble se souvenir de presque tout ce qu'elle entend ou lit.
Η ικανότητα συγκράτησης στοιχείων της Ολίβια είναι αξιοπρόσεκτη. Φαίνεται να θυμάται όλα όσα ακούει και διαβάζει.

ανάμνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son souvenir de la région a aidé les policiers dans leurs recherches.

διπλωματική εργασία

nom masculin (ανάλογα τον τίτλο)

Vous devrez rédiger un mémoire de maîtrise de 20 000 mots pour ce module de Master.
Για το συγκεκριμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα θα χρειαστεί να γράψεις πτυχιακή εργασία 20.000 λέξεων.

σελιδοποίηση

(Informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που βοηθάει να θυμηθώ

nom masculin (κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπενθύμιση

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρυφή μνήμη

(Informatique)

SI vous ne voulez pas effacer la mémoire-cache quand vous supprimez l'historique du navigateur, vous devez décocher la case.

κάνω buffering

(Informatique, courant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie de regarder une vidéo mais l'ordinateur continue à charger.
Προσπαθώ να δω ένα βίντεο αλλά ο υπολογιστής συνεχώς φορτώνει.

ξεχασιάρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mon père est devenu tellement distrait qu'il ne mange pas si on ne lui dit pas de le faire.
Ο μπαμπάς έχει γίνει τόσο ξεχασιάρης που δεν τρώει αν δεν του το πεις.

απ'όσο θυμάμαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De mémoire d'homme, c'était la pire tempête de neige que le pays ait connu.
Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα.

από μνήμης

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εις μνήμη,σε ανάμνηση

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ça aurait été le 100e anniversaire de ma grand-mère aujourd'hui : j'ai allumé un cierge en sa mémoire.

εις μνήμη,σε ανάμνηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Une statue a été érigée à la mémoire des victimes.

μακροπρόθεσμη μνήμη

nom féminin

Ma mémoire à long terme est bonne mais je ne sais plus ce que j'ai fait ce matin.

μαζική αποθήκευση

(Informatique)

Les CD-ROM, les DVD et les disques durs externes sont tous des périphériques de mémoires de masse.

μπλοκάρει το μυαλό μου, κολλάει το μυαλό μου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συλλογική,κοινωνική μνήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή μνήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai une très bonne mémoire des noms mais pas des visages.

απώλεια μνήμης

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le choc qu'il a subi dans l'accident a entraîné une perte de mémoire totale. La perte de mémoire peut être temporaire ou définitive.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

φωτογραφική μνήμη

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μνήμη

(Informatique) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon premier ordinateur n'avait que 16 kilo-octets, mais de nos jours les ordinateurs ont au moins 1 gigaoctet de mémoire vive.

αδύναμη μνήμη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόσφατη μνήμη

nom féminin

À l'âge de 80 ans, sa mémoire à court terme a commencé à défaillir.

χωρητικότητα μνήμης

nom féminin (informatique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φλασάκι, στικάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'utilise une clé USB pour sauvegarder mes fichiers. J'ai mis mes photos sur une clé USB pour les montrer à mes amis sur leur ordinateur portable.
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

ενσωματωμένη μνήμη

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελεύθερη μνήμη

nom masculin (Η/Υ)

καλή μνήμη

nom féminin

συλλογική μνήμη

nom féminin

παιχνίδι μνήμης

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαρροή μνήμης

nom féminin (υπολογιστές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une erreur dans la fonction "main" a provoqué une fuite de mémoire.

λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεδομένα μεταφοράς

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μνήμη φλας

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τυφλό σύστημα πληκτρολόγησης

locution verbale (informatique, clavier)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εις μνήμη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cérémonie d'aujourd'hui est à la mémoire de ceux morts durant les deux guerres mondiales.

εις μνήμη,σε ανάμνηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous honorons nos vétérans en souvenir des services qu'ils ont rendus.

στη μνήμη

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θυμίζω κτ σε κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous dites que vous ne vous souvenez pas de cette nuit ? Laissez-moi vous rafraîchir la mémoire.

δεν μπορώ να βγάλω κτ από το μυαλό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κενό

nom masculin (μεταφορικά: μνήμη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen a eu un trou de mémoire concernant l'année dernière et n'arrivait pas à se souvenir de son ancien numéro de téléphone.
Η Κάρεν είχε ένα κενό στη μνήμη της σχετικά με πέρσι. Δε μπορούσε να θυμηθεί το παλιό της τηλέφωνο.

πρόσφατη μνήμη

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαγράφω

verbe transitif (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία

nom masculin

Alex vient de soumettre son mémoire de maîtrise.
Ο Άλεξ μόλις υπέβαλε τη διπλωματική του εργασία.

βοηθάω, βοηθώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Comme Gary avait oublié le mot, son professeur lui a rafraîchi la mémoire.
Όταν Γκάρι δεν μπορούσε να θυμηθεί τη λέξη, του την υπενθύμισε ο δάσκαλός του.

buffer

(Informatique)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αποθηκεύω προσωρινά

verbe transitif (Informatique)

Les données sont mises en mémoire tampon dans la RAM de l'ordinateur.
Τα δεδομένα αποθηκεύονται προσωρινά στη μνήμη RAM του υπολογιστή.

μνήμη μόνο για ανάγνωση

nom féminin (Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εις μνήμη κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ce banc à été fabriqué à la mémoire du grand-père de Harry.

αν θυμάμαι καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Εις μνήμην

(λόγιος, καθαρεύουσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On pouvait lire sur la pierre tombale du père de John : « À la mémoire d'Ernest Clark, 1923-2002. »

μπλακάουτ

nom masculin (dû à la drogue ou l'alcool) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επιβλέπων καθηγητής, επιβλέπουσα καθηγήτρια

(Université)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(Informatique)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mémoire στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του mémoire

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.