Τι σημαίνει το mode στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mode στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mode στο Αγγλικά.

Η λέξη mode στο Αγγλικά σημαίνει τρόπος, κατάσταση, επικρατούσα τιμή, τρόπος, τρόπος, μόδα, μοδάτος, μοντέρνος, με παγωτό, τρόπος δράσης, μέθοδος, διαδικασία, μέθοδος παραγωγής, μέθοδος μεταφοράς, τρόπος μεταφοράς, λειτουργία αναμονής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mode

τρόπος

noun (manner)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob was mocked for his mode of speech.
Τον Μπομπ τον κορόιδευαν για τον τρόπο ομιλίας του.

κατάσταση

noun (on device: status)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The phone was switched to airplane mode.
Το τηλέφωνο μπήκε σε λειτουργία πτήσης.

επικρατούσα τιμή

noun (statistics: most frequent value)

The researcher calculated the mean and mode of the data.
Ο ερευνητής υπολόγισε τη μέση και την επικρατούσα τιμή των δεδομένων.

τρόπος

noun (music: scale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The music student had to write a piece demonstrating the Dorian mode.
Ο φοιτητής της μουσικής έπρεπε να γράψει ένα κομμάτι που να αναδεικνύει τη δωρική κλίμακα.

τρόπος

noun (music: major or minor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The piece transitions to minor mode in the third movement.
Το κομμάτι μεταφέρεται σε μικρότερη κλίμακα στην τρίτη κίνηση.

μόδα

noun (style)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rachel's wardrobe was always in mode.
Η γκαρνταρόμπα της Ρέιτσελ ήταν πάντα στη μόδα.

μοδάτος, μοντέρνος

adjective (Gallicism (fashionable, in fashion)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Animal print is very a la mode right now.

με παγωτό

adjective (US, Gallicism (with ice cream)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I ordered a piece of pie a la mode.
Παρήγγειλα ένα κομμάτι πίτας με παγωτό.

τρόπος δράσης

noun (criminal: modus operandi)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
By analyzing the mode of operation, the police could tell that the same criminal was responsible for both crimes.

μέθοδος, διαδικασία

noun (method, procedures)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέθοδος παραγωγής

noun (socio-economics: how goods are output)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέθοδος μεταφοράς, τρόπος μεταφοράς

noun (means of travel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λειτουργία αναμονής

noun (computer setting: dormant)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mode στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mode

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.