Τι σημαίνει το mocking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mocking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mocking στο Αγγλικά.

Η λέξη mocking στο Αγγλικά σημαίνει κοροϊδευτικός, κοροϊδευτικός, περιγελαστικός, κοροϊδεύω, αψηφώ, περιφρονώ, μιμούμαι περιπαιχτικά, στυλ, ψεύτικος, παραλλαγή, εκδοχή, ψεύτικος, προσομοίωσης, κορόιδο, απομίμηση, εξετάσεις προσομοίωσης, εικονικές εξετάσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mocking

κοροϊδευτικός

adjective (derisive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The mocking hostility of his tone made us wince.
Η κοροϊδευτική εχθρότητα του ύφους του μας έκανε να μορφάσουμε.

κοροϊδευτικός, περιγελαστικός

adjective (ridiculing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She made a mocking gesture to show her contempt.
Έκανε μια κοροϊδευτική χειρονομία για να δείξει την περιφρόνησή της.

κοροϊδεύω

transitive verb (make a joke of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The comedian mocked the politician.
Ο κωμικός κορόιδεψε τον πολιτικό.

αψηφώ, περιφρονώ

transitive verb (disregard for authority, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The criminal's actions mocked the establishment.
Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς.

μιμούμαι περιπαιχτικά

transitive verb (imitate jokingly)

Kelsey mocked her friend's attitude.
Η Κέλσι μιμήθηκε περιπαιχτικά το φέρσιμο της φίλης της.

στυλ

adjective (imitating a historical style)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The couple live in a mock-Tudor house with beautiful oak beams.
Το ζευγάρι ζει σε ένα σπίτι τύπου Τούντορ με ωραία δρύινα δοκάρια.

ψεύτικος

adjective (gemstones, jewelry: imitation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katie wore a necklace of mock pearls and a boa made of real ostrich feathers.
Η Κέιτι φορούσε ένα κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια και ένα μποά φτιαγμένο από αληθινά φτερά στρουθοκαμήλου.

παραλλαγή, εκδοχή

adjective (food: using a substitute)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul uses tofu in his mock chicken stir-fry.
Ο Πολ χρησιμοποιεί τόφου στην δική του παραλλαγή για το κοτόπουλο stir fry.

ψεύτικος

adjective (reaction: feigned)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jenny gasped in mock horror when I said I didn't use social media.
Η Τζένη έμεινε με το στόμα ανοιχτό από προσποιητό τρόμο, όταν είπα ότι δεν χρησιμοποιώ μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

προσομοίωσης

adjective (UK (exam: for practice) (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
The students take their mock exams in January and the real ones in June.
Οι φοιτητές γράφουν τα τεστ προσομοίωσης τον Ιανουάριο και τα κανονικά τον Ιούνιο.

κορόιδο

noun (person ridiculed) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Zach's friends made a mock of him.

απομίμηση

noun (counterfeit item)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The watch was not actually a genuine Gucci; it was a mock.

εξετάσεις προσομοίωσης, εικονικές εξετάσεις

plural noun (informal, UK (practice exams)

The students finished their mocks and went home.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mocking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mocking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.