Τι σημαίνει το morning στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης morning στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του morning στο Αγγλικά.

Η λέξη morning στο Αγγλικά σημαίνει πρωί, πρωινό, πρωί, πρωί, πρωί, πρωινός, αυγή, νωρίς το πρωί, κάθε πρωί, καλημέρα, το πρωί, το πρωί, το πρωί, αργά το πρωί, που γίνεται αργά το πρωί, πρωινή περιποίηση, πρωινή περιποίηση, ιπομοία η πορφυρή, πρωινός τύπος, πρωϊνή προσευχή, πρωινή ρουτίνα, πρωινή ναυτία, άστρο της αυγής, κεφαλοθραύστης, το χάπι της επόμενης ημέρας, σήμερα το πρωί, αύριο το πρωί, χθες το πρωί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης morning

πρωί, πρωινό

noun (sunrise until noon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The morning is the most peaceful time of day.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγαν σε μια ταβέρνα και διασκέδασαν μέχρι πρωίας.

πρωί

noun (12 AM to 12 PM)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He worked all night until the early hours of the morning.
Δούλευε όλη τη νύχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

πρωί

noun (work hours till noon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I read my email in the morning.
Διαβάζω τα email μου το πρωί.

πρωί

noun (before noon: on given day)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have a meeting next Wednesday morning.
Έχουμε συνάντηση την Τετάρτη το πρωί (or: το πρωί της Τετάρτης).

πρωινός

noun as adjective (occurring in the morning)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I like to take my morning coffee in bed.
Μου αρέσει να πίνω τον πρωινό καφέ μου στο κρεβάτι.

αυγή

noun (figurative (beginning) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Frank is in the morning of his career.
Ο Φρανκ βρίσκεται στην αυγή (or: αρχή) της καριέρας του.

νωρίς το πρωί

noun (just after dawn)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Early morning is the best time to watch birds, because they've just landed after migrating all night.
Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση.

κάθε πρωί

adverb (early each day)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is important to eat a good breakfast every morning. I have cereal and muesli for breakfast every morning except when I am on holiday.

καλημέρα

interjection (hello: before noon)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Good morning! You're up bright and early today!
Καλημέρα! Πρωί-πρωί σηκώθηκες σήμερα!

το πρωί

adverb (every morning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I like to read the news and drink an espresso in the morning.
Το πρωί μου αρέσει να διαβάζω τα νέα και να πίνω εσπρέσο.

το πρωί

adverb (on a given morning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'll come round in the morning for a cup of coffee.
Θα περάσω το πρωί για έναν καφέ.

το πρωί

adverb (time: of the morning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
My children usually wake me up at 6 o'clock in the morning. Audrey came home at 2 in the morning.
Τα παιδιά μου συνήθως με ξυπνάνε στις 6 το πρωί.

αργά το πρωί

noun (middle of the morning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που γίνεται αργά το πρωί

adjective (occuring halfway through morning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωινή περιποίηση

noun (of a child) (παιδιού)

πρωινή περιποίηση

noun (for a patient) (ασθενούς)

ιπομοία η πορφυρή

noun (convolvulus: flowering plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The morning glory covers the pergola with beautiful blue flowers all summer.

πρωινός τύπος

noun (energetic in the morning)

Marie is a morning person; she jogs 2 miles before work every day.

πρωϊνή προσευχή

plural noun (religious worship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At school, we had to attend morning prayers whether or not we were believers.

πρωινή ρουτίνα

noun (usual activities done before midday)

My morning routine includes shaving, showering, eating, and getting dressed.

πρωινή ναυτία

noun (nausea in pregnancy)

I had such bad morning sickness, I couldn't eat anything but crackers till the sixth month of my pregnancy.

άστρο της αυγής

noun (Venus as seen before sunrise)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεφαλοθραύστης

noun (medieval weapon)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το χάπι της επόμενης ημέρας

(emergency contraceptive)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σήμερα το πρωί

adverb (during the current morning)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I woke up very early this morning. I have a meeting later this morning.
Ξύπνησα πολύ νωρίς σήμερα το πρωί. Έχω συνάντηση αργότερα σήμερα το πρωί.

αύριο το πρωί

adverb (in period after tonight)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

χθες το πρωί

adverb (in A.M. of the day before)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του morning στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του morning

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.