Τι σημαίνει το bid στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bid στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bid στο Αγγλικά.
Η λέξη bid στο Αγγλικά σημαίνει κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, αναμετρώμαι, προσφορά, δήλωση, πρόσκληση, απόπειρα, προσπάθεια, λέω, κάνω προσφορά, υποβάλλω προσφορά, υποβάλλω προσφορά για κτ, προστάζω, εύχομαι, δηλώνω, καλώ, κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλου, αποχαιρετώ, δημοπρατώ, προσφέρω υψηλότερη τιμή, προσφέρω υψηλότερη τιμή, πλειοδοτώ, εγγυητική, αποχαιρετώ, λέω αντίο σε κτ, προσφέρω τιμή αγοράς, ξεφορτώνομαι, τιμή πλειοδοσίας, αύξηση προσφοράς, υψηλότερη χρηματική προσφορά, κάνω προσφορά, προσφορά εξαγοράς, νικητήρια προσφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bid
κάνω προσφορά(auction: offer) (ποσό για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He bid one hundred euros for the painting at the auction. Έκανε προσφορά εκατό ευρώ για τον πίνακα στη δημοπρασία. |
υποβάλλω προσφορά(offer services) (επίσημο: για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Three construction companies are bidding for the prestigious contract. Τρεις κατασκευαστικές εταιρείες υποβάλλουν προσφορά για το σπουδαίο συμβόλαιο. |
αναμετρώμαι(compete) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Twenty competitors are bidding for the title of "World's Strongest Man". Είκοσι διαγωνιζόμενοι αναμετρώνται για τον τίτλο «Ο Δυνατότερος Άντρας στον Κόσμο». |
προσφοράnoun (auction: offer) (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His bid wasn't the highest, so he didn't win the auction. Η προσφορά του δεν ήταν η υψηλότερη, κι έτσι δεν κέρδισε τη δημοπρασία. |
δήλωσηnoun (cards: offer) (χαρτιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His bid of three tricks was too high. He only won two. |
πρόσκλησηnoun (US (invitation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The golfer accepted a bid to compete in the championship match. |
απόπειρα, προσπάθειαnoun (informal (attempt) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The candidate's bid for a senate seat was successful. |
λέωintransitive verb (command) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The people will do as the king bids. Ο κόσμος κάνει ό,τι πει ο βασιλιάς. |
κάνω προσφοράintransitive verb (offer to purchase) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) People bid with enthusiasm at the auction. |
υποβάλλω προσφοράintransitive verb (offer services) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The local authority is offering a lucrative contract and our firm intends to bid. |
υποβάλλω προσφορά για κτ(make an offer to buy [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sheila bid on a vase at an auction. |
προστάζωtransitive verb (formal, dated (direct, command) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When your mother bids you tidy your room, do so. |
εύχομαιtransitive verb (speak as greeting) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The arriving guest bid his host a good evening. |
δηλώνωtransitive verb (cards: make a bid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He bid three tricks, though he was pretty sure that he could win more. |
καλώtransitive verb (summon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The magistrate bid the defendant to approach the bench. |
κάνω ανταγωνιστική προσφορά έναντι άλλουphrasal verb, transitive, inseparable (make a competing offer against) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποχαιρετώphrasal verb, transitive, separable (say goodbye) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δημοπρατώphrasal verb, intransitive (invite quotes from contractors) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσφέρω υψηλότερη τιμήphrasal verb, intransitive (bidding higher) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσφέρω υψηλότερη τιμήphrasal verb, transitive, separable (bidding higher on [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Simon bid his own lot up to make as much as possible on it. |
πλειοδοτώ(outbid [sb] for) (για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εγγυητικήnoun (finance: secured debt) The project owner issued a bid bond to the contractor. |
αποχαιρετώverbal expression (figurative (leave: a place) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In 1860, my great-grandfather bid farewell to his native Poland and emigrated to South Africa. |
λέω αντίο σε κτverbal expression (figurative (lose) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With that defeat, the team bade farewell to their chances of winning the event. |
προσφέρω τιμή αγοράς(make an offer to buy) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sarah went to the auction and bid for lot number 305. |
ξεφορτώνομαιverbal expression (get rid of [sb], [sth] undesirable) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τιμή πλειοδοσίαςnoun (highest amount of money offered) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The antique table was sold at the bid price of £5,000. |
αύξηση προσφοράςnoun (increase in bid) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υψηλότερη χρηματική προσφοράnoun (offer of more money) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I secured the painting at the auction because I made a higher bid than anybody else. |
κάνω προσφοράverbal expression (offer to buy [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I made a bid on the stuffed moose in the auction and ended up winning it. |
προσφορά εξαγοράςnoun (offer to buy a company) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cadbury have accepted a takeover bid from Kraft Foods. |
νικητήρια προσφοράnoun (successful offer to buy [sth]) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bid στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bid
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.