Τι σημαίνει το get up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης get up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του get up στο Αγγλικά.

Η λέξη get up στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνομαι, ξυπνώ, σηκώνομαι, ξυπνάω, βρίσκω, ντύνω κπ με κτ, στολίζομαι, φοράω, βάζω, φτιάχνω, ντύσιμο, κινούμαι πάνω σε κτ, σκαρώνω, παίρνω το πάνω χέρι, τρώω ξύλο, μου σηκώνεται, γίνομαι γρήγορα καλά, κάνω κπ Τούρκο, ενέργεια, σηκώνομαι, ξυπνώ, ενοχλώ κάποιον, τσιτώνω, μπριζώνω, φορτώνω, προσβάλλομαι, προσβάλω, τσαντίζω, παίρνω ελπίδα, γίνομαι Τούρκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης get up

σηκώνομαι, ξυπνώ

phrasal verb, intransitive (rise: in morning)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I had to get up early today for a meeting at 7:00 AM.
Έπρεπε να ξυπνήσω νωρίς σήμερα για μια συνάντηση στις 7:00 πμ.

σηκώνομαι

phrasal verb, intransitive (stand)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't just sit there and watch; get up and help me!
Τι κάθεσαι και με κοιτάς; Σήκω να με βοηθήσεις!

ξυπνάω

phrasal verb, transitive, separable (informal (rouse, waken)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's his mother who gets him up every morning and his father who puts him to bed.
Η μητέρα του είναι αυτή που τον ξυπνάει κάθε πρωί και ο πατέρας του εκείνος που τον βάζει για ύπνο.

βρίσκω

phrasal verb, transitive, separable (informal (summon: courage, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I couldn't quite get up the courage to ask him on a date.
Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε.

ντύνω κπ με κτ

verbal expression (slang (dress [sb])

My dad hates wearing a suit, but we got him up in one for the wedding.

στολίζομαι

verbal expression (informal (dress for an effect) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jo got herself up for the party.

φοράω, βάζω

verbal expression (dress in fancy clothes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She got herself up in a gold sequinned dress and heavy make-up.
Φόρεσε ένα χρυσό φόρεμα με πούλιες και έκανε έντονο μακιγιάζ.

φτιάχνω

phrasal verb, transitive, separable (slang (make [sb] ejaculate) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ντύσιμο

noun (slang (clothing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She looks awful in that get-up!
Δείχνει χάλια μ' αυτό το ντύσιμο.

κινούμαι πάνω σε κτ

(move onto [sth], as a stage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
An audience member got up on the stage and grabbed the singer's microphone.

σκαρώνω

phrasal verb, transitive, inseparable (informal (do: [sth] mischievous) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Katie has locked her bedroom door; what's she getting up to in there?

παίρνω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative, informal (gain an advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρώω ξύλο

verbal expression (informal (be physically assaulted) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
From his black eye and bloody nose, everyone knew he'd gotten beaten up in the fight.
Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο.

μου σηκώνεται

verbal expression (vulgar, slang (have an erection) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γίνομαι γρήγορα καλά

verbal expression (informal, figurative (recover quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κπ Τούρκο

verbal expression (US, informal, potentially offensive (make angry) (μεταφορικά)

ενέργεια

noun (slang (energy, motivation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alan has plenty of get up and go, and is always busy with some new project.

σηκώνομαι, ξυπνώ

verbal expression (rise at early hour) (νωρίς το πρωί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I have a conference this Saturday, so I will have to get up early for it.

ενοχλώ κάποιον

verbal expression (UK, informal (annoy [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσιτώνω, μπριζώνω, φορτώνω

verbal expression (figurative, slang (become annoyed) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jason gets very wound up whenever I mention the incident.

προσβάλλομαι

verbal expression (informal (be offended, annoyed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσβάλω

verbal expression (informal (offend, annoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τσαντίζω

verbal expression (informal, figurative (make [sb] angry)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω ελπίδα

verbal expression (informal (be optimistic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't get your hopes up: our chances of winning are slim.

γίνομαι Τούρκος

verbal expression (US, informal, potentially offensive (get angry) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του get up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του get up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.