Τι σημαίνει το nature στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nature στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nature στο Γαλλικά.
Η λέξη nature στο Γαλλικά σημαίνει φύση, φύση, φύση, φύση, φυσικός κόσμος, φύση, σκέτος, χαρακτήρας, τύπος, φύση, πάστα, νοοτροπία, απλός, που δεν έχει μπαχαρικά, φύση, φύση, σοσιαλιστικός, παροδικότητα, ευαίσθητος, εντυπωσιακός, εκ φύσεως, Όπως επιθυμείς., ξαφνικά, καλό, θετικό, αγριάδα, πληρωμή σε είδος, νεκρή φύση, επίδομα, κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους, ανθρώπινη φύση, συμβόλαιο, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, μελέτη του φυσικού κόσμου, οργανική φύση, μέρος του λόγου, εύρωστος άντρας, δεύτερη φύση, αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίου, προστασία της άγριας φύσης, δωρεά σε είδος, Μητέρα Φύση, πεζοπορία στη φύση, φυσιολατρεία, κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση, εμπειρία της άγριας φύσης, έργο νεκρής φύσης, εσωτερικό είναι, κανονικό μέγεθος, χαρισματική προσωπικότητα, μέρος του λόγου, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, δυνάμεις της φύσης, δυνάμεις της φύσεως, ήχοι της φύσης, έρχομαι κοντά στη φύση, επανέρχομαι στο κανονικό, αναπτυγμένος, ολοκληρωμένος, σε κανονικό μέγεθος, ανίερος, έμφυτα, εγγενώς, αδικαιολογήτως απών, σε είδος, έργο νεκρής φύσης, αφύσικο γεγονός, μονοπάτι στο ύπαιθρο, νομικό ζήτημα, νομικό θέμα, νεκρή φύση, τερατογένεση, είμαι ασυνήθιστος, φυσική ομορφιά, ερασιτέχνης, άγρια φύση, του έξω, περί ορέξεως..., η ομορφιά είναι υποκειμενική, ερημιά, πληρωμή ενοικίου σε είδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nature
φύσηnom féminin (monde naturel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il aime tellement la nature qu'il envisage de devenir garde forestier. Του αρέσει τόσο πολύ η φύση, που σκέφτεται να γίνει δασονόμος. |
φύσηnom féminin (essence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est dans la nature des chats d'être des prédateurs. Είναι στη φύση της γάτας να είναι αρπακτικό. |
φύσηnom féminin (évènement naturel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) On ne peut pas lutter contre les forces de la nature. Ces ouragans sont très violents. |
φύση(sorte) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les données de ce genre ont tendance à être inutiles pour notre travail. Τα δεδομένα αυτού του είδους είναι συνήθως άχρηστα για τη δουλειά μας. |
φυσικός κόσμοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φύσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un amour véritable ne peut être égoïste par nature. Η φύση της αληθινής αγάπης δεν είναι εγωιστική. |
σκέτοςadjectif (sans assaisonnement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'aime la nourriture nature : je ne prends ni sel, ni poivre, ni épices. |
χαρακτήρας, τύπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il n'est pas dans sa nature de raconter des mensonges. |
φύσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après avoir appris à connaître Johnny, j'ai vu sa vraie nature. |
πάστα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νοοτροπία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est généralement d'une nature pessimiste. |
απλός(non mélangé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une tarte pure pomme n'a rien d'autre que des pommes. |
που δεν έχει μπαχαρικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φύση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φύσηnom féminin (instinct naturel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous ne devriez pas être surpris par sa réaction. C'est la nature humaine. Δεν θα 'πρεπε να εκπλήσσεσαι από την αντίδρασή του. Είναι στην ανθρώπινη φύση. |
σοσιαλιστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παροδικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les poètes réfléchissent souvent à la fugacité des saisons. |
ευαίσθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce reportage contient des images déconseillées aux âmes sensibles. |
εντυπωσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκ φύσεωςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
Όπως επιθυμείς.(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξαφνικάlocution adverbiale (εξαφανίζομαι) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καλό, θετικόnom masculin Le salaire de Peter n'est pas très élevé, mais son travail offre d'excellents avantages en nature comme l'assurance santé et une réduction pour les employés. Ο μισθός του Πίτερ δεν είναι πολύ υψηλός, αλλά η δουλειά του έχει πολλά προνόμια όπως ασφάλεια υγείας και έκπτωση για το προσωπικό. |
αγριάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Julia est allée en Nouvelle-Zélande pour profiter du caractère sauvage de la campagne. |
πληρωμή σε είδοςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tu me dois vingt dollars, mais si tu tonds ma pelouse, je l'accepte en tant que paiement en nature. |
νεκρή φύσηnom féminin (art) (ζωγραφική, τέχνη) Cet artiste se spécialise dans les natures mortes, mais fait parfois des portraits. Αυτός ο καλλιτέχνης ειδικεύεται στη νεκρή φύση, αλλά μια στο τόσο κάνει και πορτρέτα. |
επίδομαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κανονικού μεγέθους, συνήθους μέγέθους
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανθρώπινη φύσηnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'homme rapace a volé ses voisins, mais n'est-ce pas juste la nature humaine ? |
συμβόλαιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κανονική/φυσιολογική κατάστασηnom masculin (philosophie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les réflexions de Thomas Hobbes sur l'état de nature et le contrat social sont encore pertinentes aujourd'hui. |
μελέτη του φυσικού κόσμουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οργανική φύσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέρος του λόγου(Grammaire, technique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Μπορείς να αναγνωρίσεις τι μέρος του λόγου είναι αυτή η λέξη; Είναι ουσιαστικό, ρήμα ή επίθετο; |
εύρωστος άντραςnom féminin (figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Patrick est une force de la nature : jamais malade, solide appétit, et des biceps de déménageur. |
δεύτερη φύσηnom féminin (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conduire devient rapidement une seconde nature une fois que vous avez passé votre permis. |
αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίουnom masculin (sociologie) (πολιτική θεωρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'homme doit-il retourner à l'état de nature ? |
προστασία της άγριας φύσηςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δωρεά σε είδοςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'organisation a fait une contribution en nature pour le projet de temps du personnel. |
Μητέρα Φύση
|
πεζοπορία στη φύσηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il voudrait faire des balades dans la nature, alors que je suis plutôt du genre à explorer les villes et les musées. |
φυσιολατρείαnom masculin (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύσηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπειρία της άγριας φύσηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έργο νεκρής φύσηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'artiste est spécialisé dans les natures mortes. |
εσωτερικό είναιnom féminin |
κανονικό μέγεθοςnom féminin |
χαρισματική προσωπικότηταnom féminin Ce petit garçon est une force de la nature. |
μέρος του λόγου(Grammaire, technique) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δυνάμεις της φύσης, δυνάμεις της φύσεωςnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Dessiner des bâtiments qui résistent aux forces de la nature, en particulier aux séismes, est un défi de taille. |
ήχοι της φύσηςnom masculin pluriel |
έρχομαι κοντά στη φύση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mary adore les plantes et son métier de botaniste lui permet d'être proche de la nature. |
επανέρχομαι στο κανονικόlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναπτυγμένος, ολοκληρωμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σε κανονικό μέγεθος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανίεροςadjectif invariable (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έμφυτα, εγγενώςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'essaie de faire courir ma chienne mais elle est fainéante par nature. |
αδικαιολογήτως απώνlocution verbale (figuré) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σε είδοςlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
έργο νεκρής φύσηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Van Gogh a peint de nombreuses natures mortes de fleurs. |
αφύσικο γεγονόςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μονοπάτι στο ύπαιθροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νομικό ζήτημα, νομικό θέμαnom féminin Les courriers relatifs à une affaire de nature juridique doivent être remis au service juridique et non au service commercial. |
νεκρή φύσηnom féminin (peinture) (ζωγραφική) J'ai accroché une reproduction de Cézanne au mur : une nature morte d'un bol de pommes. Κρέμασα μια γκραβούρα του Σεζάν: μια νεκρή φύση με ένα μπολ με μήλα. |
τερατογένεση(plante, animal,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le botaniste a expliqué comment des curiosités de la nature comme les pâquerettes à deux têtes pouvaient se produire. Ο βοτανολόγος εξήγησε πώς εμφανίζονται καμία φορά τερατογενέσεις, όπως μαργαρίτες με διπλό ανθό. |
είμαι ασυνήθιστοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ce n'est pas dans ta nature d'agir de façon malhonnête. |
φυσική ομορφιάnom féminin |
ερασιτέχνης(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu trébuches après seulement deux bières ? Tu ne tiens vraiment pas l'alcool ! Κουτουλάς με δυο μπύρες μόνο; Είσαι ερασιτέχνης! |
άγρια φύσηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les tigres vivent dans la nature. Οι τίγρεις ζουν στη άγρια φύση. |
του έξωlocution verbale (ανεπίσημο) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Janine aime être dans la nature, elle y passe autant de temps que possible. |
περί ορέξεως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
η ομορφιά είναι υποκειμενική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερημιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληρωμή ενοικίου σε είδοςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nature στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του nature
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.