Τι σημαίνει το nu στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nu στο Γαλλικά.

Η λέξη nu στο Γαλλικά σημαίνει γυμνός, γυμνός, νι, γυμνός, γυμνός, γυμνό, γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, έρημος, γυμνός, γυμνό μοντέλο, γυμνό, όπως με γέννησε η μάνα μου, ακάλυπτος, γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, γυμνός, χωρίς επικάλυψη, γυμνός, με γυμνά πόδια, λέτσος, σαγιονάρα, ασκεπής, τσίτσιδος, ξεβράκωτος, τσίτσιδος, ολόγυμνος, γυμνός, εξώπλατος, ολόγυμνος, ημίγυμνος, γυμνόστηθος, δια γυμνού οφθαλμού, εξώπλατο, εξώπλατος, άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα, με γυμνό μάτι, αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας, φτωχομπινές, άφραγκος, γυμνισμός, πλέμπα, σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχων, διά γυμνού οφαλμού, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, γυμνόστηθος, με ακάλυπτο πρόσωπο, χωρίς καπέλο, ξεβράκωτος, που δένει στο λαιμό, χωρίς πουκάμισο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nu

γυμνός

Elle venait de sortir de la douche et était encore nue quand elle répondit au téléphone.
Μόλις είχε βγει από το ντους και ήταν ακόμα γυμνή όταν απάντησε το τηλέφωνο.

γυμνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen, qui s'apprêtait à prendre une douche, était nue quand la sonnette retentit.

νι

nom masculin invariable (γράμμα αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυμνός

(sans décoration : figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
On va mettre du papier peint sur ces murs nus.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να βάψουμε αυτούς τους γυμνούς τοίχους. Τα δέντρα ήταν γυμνά χωρίς τα φύλλα τους.

γυμνός

adjectif (pieds,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ne marche pas pieds-nus sur le carrelage, tu vas attraper froid !
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όλες αυτές οι αιχμηρές πέτρες πλήγωσαν τα γυμνά του πόδια.

γυμνό

nom masculin (art)

L'artiste sculpta quelques nus pour la galerie.

γυμνός

(arbre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En hiver, les arbres nus se distinguaient du ciel gris pâle.
Τα φυλλοβόλα δέντρα έστεκαν γυμνά με φόντο τον γκρίζο ουρανό.

γυμνός

adjectif (personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La serviette de Craig est tombée et il s'est retrouvé totalement nu.
Η πετσέτα του Κρεγκ έπεσε και έμεινε τελείως γυμνός.

γυμνός

adjectif (endroit) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'appartement était nu : comme si la famille n'avait jamais vécu ici.
Το διαμέρισμα ήταν άδειο, σαν να μην είχε ζήσει ποτέ εκεί η οικογένεια.

γυμνός

adjectif (sans meubles : figuré) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il faut qu'on mette des meubles dans cette pièce dépouillée (or: nue).
Πρέπει να βάλουμε μερικά έπιπλα και διακοσμητικά σ' αυτό το γυμνό δωμάτιο.

γυμνός, έρημος

(mur)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Το έρημο τοπίο δε γέμιζε την Χέλεν με ελπίδα για τη νέα της ζωή σε αυτό το μέρος.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυμνό μοντέλο

nom masculin (art)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυμνό

nom masculin (Art : œuvre) (ζωγραφική)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Sa mère a été choquée par le nu qu'il a peint dans son cours d'arts plastiques.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στα νιάτα της, όταν ήταν φοιτήτρια καλών τεχνών, είχε κάνει πολλά γυμνά.

όπως με γέννησε η μάνα μου

(porter) (καθομιλουμένη: κάνω κάτι)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
- Que portes-tu pour dormir ? - Je dors nu.
«Τι φοράς όταν κοιμάσαι;» «Κοιμάμαι όπως με γέννησε η μάνα μου».

ακάλυπτος, γυμνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel portait une robe d'été, mais comme la soirée était fraîche, elle couvrit son dos nu d'un châle.
Η Ρέιτσελ φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα, το βραδάκι όμως είχε κρύο οπότε σκέπασε τους γυμνούς της ώμους με ένα σάλι.

γυμνός

(terre) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le paysage semblait totalement nu suite au feu de forêt.
Το τοπίο ήταν εντελώς γυμνό μετά την πυρκαγιά.

γυμνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle ne met plus de pyjama : maintenant, elle dort toute nue.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυμνός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χωρίς επικάλυψη

adjectif (sans revêtement)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γυμνός

locution adjectivale (scène)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'actrice refusait de tourner des scènes de nu.

με γυμνά πόδια

adjectif

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

λέτσος

(ανεπίσημο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je n'arrive pas à croire que Janie sorte avec un va-nu-pieds comme Robert !

σαγιονάρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je porte toujours des tongs à la plage.

ασκεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσίτσιδος, ξεβράκωτος

(familier) (καθομιλουμένη: γυμνός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τσίτσιδος, ολόγυμνος

(familier) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai été choquée de voir que tout le monde à la plage était à poil.

γυμνός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dans ce film, la fille descend dans le métro en tenue d'Ève sans s'en rendre compte...

εξώπλατος

adjectif invariable (vêtements, robe)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ολόγυμνος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un homme ouvrit la porte ; il était complètement nu.

ημίγυμνος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γυμνόστηθος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δια γυμνού οφθαλμού

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quand la nuit est claire, Jupiter est visible à l'œil nu.

εξώπλατο

nom masculin (ρούχο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tu vas avoir froid avec ce dos nu.

εξώπλατος

nom masculin (vêtement) (φόρεμα, μπλούζα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φορούσε ένα εξώπλατο φόρεμα και ήταν κούκλα.

άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα

(anglicisme)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με γυμνό μάτι

nom masculin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Après quarante ans, il devient plus difficile de distinguer des petits détails à l’œil nu. On ne peut pas voir à l’œil nu les micro-organismes dans cet échantillon d'eau.

αντικαταστάτης ηθοποιού, σωσίας

nom féminin (για γυμνές σκηνές)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φτωχομπινές, άφραγκος

(familier, très péjoratif) (αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sa mère a été très contrariée que sa fille sorte avec un cas social.

γυμνισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλέμπα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σωματικός έλεγχος με αφαίρεση ρούχων

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διά γυμνού οφαλμού

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα

verbe pronominal (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dans le prochain numéro du magazine à scandales, une star Hollywoodienne se mettra à nu !

γυμνόστηθος

adjectif (άντρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με ακάλυπτο πρόσωπο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle s'est montrée en public à visage découvert (or: avec le visage nu).

χωρίς καπέλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεβράκωτος

(ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δένει στο λαιμό

locution adjectivale (robe, haut) (φόρεμα, μπλούζα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρίς πουκάμισο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του nu

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.