Τι σημαίνει το outing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης outing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του outing στο Αγγλικά.

Η λέξη outing στο Αγγλικά σημαίνει εκδρομή, αποκάλυψη ομοφυλοφιλίας, έξω, έξω, έξω, εκτός, σβηστός, -, βγαίνω, έξω από, αποκλείομαι, εκτός μόδας, φθαρμένος, ξεσκισμένος, αποκλίνω, -, εκτός, εκτός δουλειάς, εκτός γραφείου, αναίσθητος, τελειώνω, λήγω, εξερχόμενος, στις πρώτες 9 τρύπες, μη διαθέσιμος, -, -, ανθισμένος, που έχει παραδεχτεί ή αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλος, -, -, -, -, -, έξω, εκτός, -, -, δυνατά, -, -, -, άουτ, out, άουτ, out, έξοδος, βγάζω εκτός, μείον, προς τα έξω, αποκαλύπτεται ότι είμαι ομοφυλόφιλος, αποκαλύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης outing

εκδρομή

noun (trip, excursion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think it's too cold for an outing today.
Νομίζω ότι κάνει πολύ κρύο για έξοδο σήμερα.

αποκάλυψη ομοφυλοφιλίας

noun (revealing that [sb] is gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There have been a lot of outings of politicians in recent years.
Έχουν γίνει πολλά ξεμπροστιάσματα ομοφυλοφίλων πολιτικών τα τελευταία χρόνια.

έξω

adverb (to the outside)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm just going out to the garage.
Πάω έξω στο γκαράζ.

έξω

adverb (away: from home, etc.)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's gone out for a walk.
Βγήκε έξω για μια βόλτα.

έξω, εκτός

adjective (absent)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm afraid the doctor is out.
Φοβάμαι ότι ο γιατρός λείπει αυτήν τη στιγμή.

σβηστός

adjective (not switched on)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lights are out.
Τα φώτα είναι σβηστά (or: σβησμένα).

-

adjective (fire: extinguished) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Make sure the fire is out before you go to sleep.
Βεβαιώσου ότι έχει σβήσει η φωτιά πριν πας για ύπνο.

βγαίνω

adjective (visible)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun's out.
Ο ήλιος βγήκε.

έξω από

preposition (movement away from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She walked out of the house.
Βγήκε έξω από το σπίτι.

αποκλείομαι

adjective (beyond consideration)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The trip to the beach is out, but we still have time for some shopping.
Η βόλτα στην παραλία δεν παίζει, αλλά προλαβαίνουμε να πάμε για ψώνια.

εκτός μόδας

adjective (slang (not fashionable)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Baggy jeans are out this year.

φθαρμένος, ξεσκισμένος

adjective (informal (threadbare, worn through)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
All the knees of his jeans were out.

αποκλίνω

adjective (informal (inaccurate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Your calculations are out by about a hundred pounds.
Οι υπολογισμοί σου είναι λανθασμένοι κατά εκατό λίρες περίπου.

-

adjective (informal (lacking) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You can't borrow any sugar, I'm afraid: we're out.
Φοβάμαι ότι δεν μπορείς να δανειστείς ζάχαρη, έχουμε ξεμείνει.

εκτός

adjective (informal (unable to participate) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Maureen's out because of her bad leg.

εκτός δουλειάς, εκτός γραφείου

adjective (not at work)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm afraid the manager is out at the moment.

αναίσθητος

adjective (informal (unconscious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He was out for a full five minutes after the accident.

τελειώνω, λήγω

adjective (UK (time period: ended)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'll get this work back to you before the week is out.
Θα σου επιστρέψω αυτή τη δουλειά πριν τελειώσει (or: λήξει) η εβδομάδα.

εξερχόμενος

adjective (outbound)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The out train stops on the far platform.

στις πρώτες 9 τρύπες

adjective (golf: of the first nine holes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He played very well on the out holes.

μη διαθέσιμος

adjective (unavailable)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can't talk to him. He's out.

-

adjective (informal (published) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Her new novel is out.
Το νέο της μυθιστόρημα κυκλοφόρησε.

-

adjective (informal (film, etc.: released) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Is that new Spielberg film out yet?
Κυκλοφόρησε η καινούρια ταινία του Σπίλμπεργκ;

ανθισμένος

adjective (flowers: in bloom)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The daffodils are out early this year.

που έχει παραδεχτεί ή αποκαλύψει ότι είναι ομοφυλόφιλος

adjective (informal, figurative (openly gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's not out to her parents yet.
Δεν έχει αποκαλύψει στους γονείς της ακόμα ότι είναι ομοφυλόφιλη.

-

adjective (ejected, disqualified) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
You broke the rules; you're out!
Παραβίασες τους κανόνες. Ακυρώνεσαι!

-

adverb (used in expressions (to the finish) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Please hear me out, at least.
Σε παρακαλώ, άφησέ με να τελειώσω τουλάχιστον.

-

adverb (used in expressions (outwards) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Let's spread out.
Ας χωριστούμε.

-

adverb (used in expressions (into public awareness) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They put the word out that the Senator was going to resign.
Δημοσιοποίησαν τα νέα ότι ο γερουσιαστής επρόκειτο να παραιτηθεί

-

adverb (used in expressions (into society) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He's been in jail for a year but gets out next week.
Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα.

έξω, εκτός

adverb (used in expressions (not present)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm afraid he's gone out for a moment.
Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό.

-

adverb (used in expressions (into existence) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A rash broke out on his neck.
Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του

-

adverb (used in expressions (from what is available) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pick out your favourites and I'll buy them for you.
Διάλεξε τα αγαπημένα σου και σου τα αγοράσω.

δυνατά

adverb (used in expressions (aloud)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Please read the text out to the rest of the class.

-

adverb (used in expressions (thoroughly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'm tired out after all that shopping!
Έχω εξαντληθεί μετά από όλα αυτά τα ψώνια!

-

adverb (used in expressions (obliterating) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They scratched out the old number.
Έξυσαν τον παλιό αριθμό μέχρι να σβηστεί.

-

adverb (radio: done) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I'll talk to you again tomorrow. Over and out.
Τα λέμε και πάλι αύριο. Σας χαιρετώ. Καλή συνέχεια.

άουτ, out

adverb (used in expressions (sports: out of bounds)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She hit the ball out.

άουτ, out

adverb (baseball, cricket: ending a turn)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He was tagged out at first base.

έξοδος

noun (figurative, informal (excuse, escape) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We should look for an out in case this plan fails.

βγάζω εκτός

noun (baseball: getting player out) (για παίκτη)

In baseball, it's an out if the batter pitches with one foot outside the box.

μείον

preposition (short by: an amount)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're out thirty dollars and we've only just started.
Έχουμε πέσει έξω κατά τριάντα δολάρια και έχουμε μόλις ξεκινήσει.

προς τα έξω

preposition (US (movement from inside to outside) (κατά λέξη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She walked out the door.

αποκαλύπτεται ότι είμαι ομοφυλόφιλος

transitive verb (slang (reveal as gay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The famous actor was outed by the tabloids.
Ο διάσημος ηθοποιός αποκαλύφθηκε ότι είναι ομοφυλόφιλος από τα ταμπλόιντ.

αποκαλύπτω

transitive verb (slang (reveal or expose: as [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The speaker outed him as the author of the controversial report.
Ο ομιλητής αποκάλυψε ότι ήταν εκείνος ο συγγραφέας της επίμαχης έκθεσης.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του outing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του outing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.