Τι σημαίνει το jack στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης jack στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του jack στο Αγγλικά.

Η λέξη jack στο Αγγλικά σημαίνει γρύλος, βαλές, πρίζα, αστράγαλοι, άντρας, μοτέρ, σημαία, ναύτης, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, σουφρώνω, Τζακ, τα παρατάω, εγκαταλείπω, τον παίζω, την παίζω, φέρνω σε οργασμό, την παίζω, ανεβάζω, σηκώνω, τσιμπάω, σολωμός κοχό, τυρί Monterey Jack, παγωνιά, βαρυχειμωνιά, παιδί για όλες τις δουλειές, παιδί για όλες τις δουλειές, βαλές μπαστούνι, τζακ ράσελ, τεριέ τζακ ράσελ, φασουλής, ινδική γογγύλια, φανάρι από σκαλισμένη κολοκύθα, σουγιάς, δίπλωμα στη μέση, κατάδυση δίπλωσης, διπλώνομαι στη μέση, κάνω κατάδυση με δίπλωση, κουνέλι, δρασκελιά, σημαία καραντίνας, πρίζα τηλεφώνου, βρετανική σημαία, κίτρινος πυρετός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης jack

γρύλος

noun (device used to lift a vehicle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dan got a flat tire, so he used a jack to lift up his car so he could put the spare tire on.
Του Νταν του έσκασε το λάστιχο και έτσι χρησιμοποίησε έναν γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητό του και να βάλει τη ρεζέρβα.

βαλές

noun (playing card)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The poker player drew a jack.
Ο παίκτης του πόκερ τράβηξε έναν βαλέ.

πρίζα

noun (electrical outlet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George plugged the vacuum cleaner into the jack.

αστράγαλοι

noun (game) (αρχαίο παιχνίδι)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The children were playing jacks on the sidewalk.

άντρας

noun (dated, slang (man)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Every jack is being drafted into the army.

μοτέρ

noun (machine)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The grill had a jack that automatically rotated the meat every minute.

σημαία

noun (flag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The ship's captain ordered the crew to hoist the jack.

ναύτης

noun (dated, slang (sailor)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Every jack was lost when the ship went down.

ανεβάζω, σηκώνω

transitive verb (car, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate jacked up her car so that she could look at the brake pads.

ανεβάζω, αυξάνω

transitive verb (figurative (raise: prices)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bank jacked up the interest rates.

ανεβάζω, αυξάνω

transitive verb (figurative (raise: speed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul jacked up the speed on his cruise control when he entered Nevada.

σουφρώνω

transitive verb (US, slang (steal) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred jacked a pack of cigarettes from the store.

Τζακ

noun (male given name)

τα παρατάω, εγκαταλείπω

phrasal verb, transitive, separable (UK, slang (abandon, quit) (ΗΒ, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ali plans to jack in his job as soon as he starts his MA.

τον παίζω, την παίζω

phrasal verb, intransitive (vulgar, slang (masturbate) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Steve jacks off when he reads his magazines.
Ο Στηβ τον παίζει όταν διαβάζει τα περιοδικά του.

φέρνω σε οργασμό, την παίζω

phrasal verb, transitive, separable (slang, vulgar (bring to orgasm) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He asked her to jack him off, but she refused and left.
Της ζήτησε να του την παίξει, αλλά αυτή αρνήθηκε κι έφυγε.

ανεβάζω, σηκώνω

phrasal verb, transitive, separable (raise)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When you have to change a tire, you must first jack up the car until the wheel is off the ground.

τσιμπάω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, slang (price: increase) (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Some restaurants jack up the price of cold drinks during spells of hot weather.

σολωμός κοχό

noun (fish: variety of salmon)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τυρί Monterey Jack

(mild cheddar)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παγωνιά, βαρυχειμωνιά

noun (figurative (frosty weather)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack Frost had called during the night and there was ice on the windows.

παιδί για όλες τις δουλειές

noun (informal (many skills)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My dad was a real jack of all trades; he could repair virtually anything.

παιδί για όλες τις δουλειές

noun (informal, pejorative (shallow skill in many things)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαλές μπαστούνι

noun (one of the playing cards in a deck)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The Jack of Spades is one of the two one-eyed Jacks.

τζακ ράσελ, τεριέ τζακ ράσελ

noun (dog breed) (ράτσα σκύλων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φασουλής

noun (toy: doll springs up when opened)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I bought my nephew a jack-in-the-box for his birthday.

ινδική γογγύλια

noun (colloquial (North American plant) (φυτό)

φανάρι από σκαλισμένη κολοκύθα

noun (Halloween: carved pumpkin)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Susie and her dad carved a jack-o'-lantern for Halloween.

σουγιάς

noun (tool: pocket knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob used his jackknife to open the box.

δίπλωμα στη μέση

noun (figurative (movement: folding in half) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was obvious, from his jackknife, that the blow had really hurt the boxer.

κατάδυση δίπλωσης

noun (figurative (dive with bend)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The diver's jackknife was as perfect as could be.

διπλώνομαι στη μέση

intransitive verb (figurative (fold in half) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A lorry had jacknifed on the motorway, causing massive tailbacks.
Μια ρυμούλκα είχε διπλώσει στη μέση στον αυτοκινητόδρομο, προκαλώντας εκτεταμένα μποτιλιαρίσματα.

κάνω κατάδυση με δίπλωση

intransitive verb (figurative (dive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The diver jackknifed cleanly into the water.

κουνέλι

noun (North American hare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δρασκελιά

noun as adjective (figurative (with a sudden movement forward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημαία καραντίνας

noun (ship's disease signal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρίζα τηλεφώνου

noun (socket for plugging in a phone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When I accidentally pulled the cord from the telephone jack, the phone went dead.

βρετανική σημαία

noun (United Kingdom national flag)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κίτρινος πυρετός

noun (infectious febrile disease)

I caught yellow fever on a trip to Africa.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του jack στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του jack

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.