Τι σημαίνει το paddle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης paddle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του paddle στο Αγγλικά.

Η λέξη paddle στο Αγγλικά σημαίνει κουπί, ρακέτα, κάνω κουπί, οδηγώ, κολυμπάω σαν σκύλος, πλατσουρίζω, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, φτερό, πτερύγιο, πτερύγιο, τις βρέχω σε κπ, κουπί για κανό, τροχήλατη βάρκα, ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο, τένις, ρόδα, την έβαψα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης paddle

κουπί

noun (oar for a canoe, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Justin lost his paddle and found himself at the mercy of the current.
Ο Τζάστιν έχασε το κουπί του και βρέθηκε στο έλεος του ρεύματος.

ρακέτα

noun (table-tennis bat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Audrey raised her paddle, ready for the game.
Η Ώντρεϋ σήκωσε τη ρακέτα της, έτοιμη για το παιχνίδι.

κάνω κουπί

intransitive verb (row using a paddle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Megan paddled along the river.
Η Μέγκαν έκανε κουπί κατά μήκος του ποταμού.

οδηγώ

transitive verb (row: a canoe, etc.) (κωπηλατώντας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick paddled his canoe downstream.
Ο Πάτρικ κωπηλάτησε με το κανώ του προς τα κατάντη του ποταμού.

κολυμπάω σαν σκύλος

intransitive verb (swim like a dog) (κατά λέξη: στο νερό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian can't really swim yet, but he paddles.
Ο Ίαν δεν ξέρει ακόμα να κολυμπάει, αλλά πλατσουρίζει.

πλατσουρίζω, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

intransitive verb (walk in shallow water)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The children took their buckets and spades down the beach to paddle in the sea.
Τα παιδιά πήραν τα κουβαδάκια και τα φτυαράκια τους στην παραλία για να πλατσουρίσουν στη θάλασσα.

φτερό

noun (flat bladed tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can make the dough in your food processor if it has a paddle.

πτερύγιο

noun (blade of a paddle wheel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The paddles turn and the boat moves through the water.

πτερύγιο

noun (blade of a waterwheel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As the wheel turns, water runs off its paddles.

τις βρέχω σε κπ

transitive verb (US, informal (child: punish by smacking) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Your dad's going to paddle you when he finds out about this!

κουπί για κανό

noun (oar for rowing a canoe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I have a standard straight canoe paddle, but my husband swears by his odd bent-shaft paddle.

τροχήλατη βάρκα

noun (small boat with pedals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ατμοκίνητο τροχήλατο πλοίο

noun (steamboat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τένις

noun (tennis-like sport played with bats)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She preferred playing paddle tennis, as it was less exhausting than the larger court used in regular tennis.

ρόδα

noun (wheel that propels a paddle boat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

την έβαψα

expression (vulgar, figurative, slang (in trouble) (καθομιλουμένη)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του paddle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.