Τι σημαίνει το page στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης page στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του page στο Αγγλικά.
Η λέξη page στο Αγγλικά σημαίνει σελίδα, σελίδα, καλώ, κεφάλαιο, υπηρέτης, υπάλληλος, ενότητα, αριθμώ, μετακίνηση προς τα κάτω, ξεφυλλίζω, μετακίνηση προς τα πάνω, οπισθόφυλλο, του οπισθόφυλλου, λευκή κόλλα, εξώφυλλο, εξώφυλλο, πρωτοσέλιδο, ολοσέλιδος, αρχική σελίδα, κεντρική σελίδα, αρίθμηση σελίδων, διάταξη σελίδων, προβολή σελίδας, συναρπαστικός, παράνυμφος, χτένισμα σε γραμμή pageboy, σελίδα προβλημάτων αναγνωστών, αθλητικά, εξώφυλλο, ιστοσελίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης page
σελίδαnoun (leaf of book, newspaper) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She turned the pages of her magazine. Γυρνούσε τις σελίδες του περιοδικού της. |
σελίδαnoun (one side of a leaf) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the bottom of the page the sentence stopped and was continued on the other side. Στο κάτω μέρος της σελίδας, η πρόταση σταματούσε και συνεχιζόταν στην άλλη πλευρά. |
καλώtransitive verb (call, summon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We need to page the boss because there is a problem. Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα. |
κεφάλαιοnoun (figurative (history) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Industrial Revolution wrote a new page in England's history. |
υπηρέτηςnoun (court servant) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A page was someone who performed small errands for a king in olden times. |
υπάλληλοςnoun (US (Congress: aid) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The congressional page did tasks for the Senator. |
ενότηταnoun (newspaper, magazine: regular feature) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The problem page is my favourite part of the magazine. |
αριθμώtransitive verb (US (paginate) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Put the papers in order, and page them from one to twenty. |
μετακίνηση προς τα κάτωphrasal verb, intransitive (computing: move down a screen) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξεφυλλίζωphrasal verb, transitive, inseparable (flip the pages: of a book, magazine, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μετακίνηση προς τα πάνωphrasal verb, intransitive (computing: move up a screen) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οπισθόφυλλοnoun (often plural (final page of a publication) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
του οπισθόφυλλουnoun as adjective (on, fit for a newspaper's last pages) |
λευκή κόλλαnoun (empty sheet of paper) |
εξώφυλλοnoun (typescript: title page) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Joanne forgot to write her name on the cover page of her history paper. |
εξώφυλλοnoun (newspaper: front cover) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Her photo was on every front page. The most important news is always on the front page. Η φωτογραφία της ήταν σε κάθε εξώφυλλο. Τα πιο σημαντικά νέα είναι πάντα στο εξώφυλλο. |
πρωτοσέλιδοnoun as adjective (news: important, prominent) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The earthquake is today's front-page news. Ο σεισμός είναι η κυριότερη (or: σημαντικότερη) είδηση της ημέρας. |
ολοσέλιδοςadjective (covering entire page) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχική σελίδαnoun (uncountable (website's main page) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) When you click on 'home', a new window pops up. Όταν κάνεις κλικ στην αρχική σελίδα εμφανίζεται ένα νέο παράθυρο. |
κεντρική σελίδαnoun (website's introductory page) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Click here to return to our home page. |
αρίθμηση σελίδωνnoun (word processing: assigning page numbers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάταξη σελίδωνnoun (printing: establishes layout of paper) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προβολή σελίδαςnoun (number of times web page viewed) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συναρπαστικόςnoun (figurative, informal (compelling book) (για βιβλίο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This novel is a real page-turner. |
παράνυμφοςnoun (attendant at wedding: male child) (αγόρι) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χτένισμα σε γραμμή pageboynoun (US (female hair style) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σελίδα προβλημάτων αναγνωστώνnoun (newspaper section) (σε εφημερίδα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αθλητικάnoun (newspaper page carrying sports results) My father always reads the sports page in the morning while he drinks coffee. |
εξώφυλλοnoun (page of a book bearing its title) (βιβλίο, περιοδικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She was delighted to see her name on the title page. |
ιστοσελίδαnoun (internet document) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The band posts announcements, photos, and concert dates on their webpage. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του page στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του page
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.