Τι σημαίνει το packing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης packing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του packing στο Αγγλικά.
Η λέξη packing στο Αγγλικά σημαίνει βαλίτσες, συσκευασία, συσκευασία, συσκευασία, συσκευάζω, φτιάχνω, παίρνω, φέρνω, φτιάχνω τη βαλίτσα, συσκευασία, πακέτο, σακίδιο, αγέλη, αγέλη, μάτσο, τσούρμο, τράπουλα, συμμορία, σπιρτόκουτο, συσκευάζω, στριμώχνω, στριμώχνω, πακετάρω, είμαι γεμάτος, συμπιέζω, φορτώνω, κρατάω, κουβαλάω, γεμίζω, συσκευασία κρέατος, ρινικός επιπωματισμός, ρινικός πωματισμός, δοχείο, κουτί, δοχείο, κουτί, φορτωτική, μονάδα συσκευασίας, φορτωτική, αρχίζει να χαλάει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης packing
βαλίτσεςnoun (act of preparing luggage) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Bella is going on holiday tomorrow and she hasn't finished her packing yet. Η Μπέλλα πάει διακοπές αύριο και δεν έχει τελειώσει τις βαλίτσες της ακόμη. |
συσκευασίαnoun (preparation for shipping) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The goods are collected from the warehouse, then brought to this room for packing, before being shipped. Τα προϊόντα συγκεντρώνονται από την αποθήκη, και μετά τα φέρνουμε σε αυτό το δωμάτιο για πακετάρισμα πριν την αποστολή. |
συσκευασίαnoun (box and contents) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Packing must be strong enough to withstand transportation. Η συσκευασία πρέπει να είναι αρκετά ανθεκτική για να αντέχει τη μεταφορά. |
συσκευασίαnoun (charge for packaging) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The price does not include packing and delivery. |
συσκευάζωtransitive verb (wrap for shipment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pack the books in a padded mailing envelope. Συσκεύασε τα βιβλία σε έναν επενδεδυμένο φάκελο. |
φτιάχνωtransitive verb (fill: suitcase, bag) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you packed your bags yet? Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
παίρνω, φέρνωtransitive verb (put in luggage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't forget to pack your toothbrush and pyjamas. Μην ξεχάσεις να πάρεις μαζί σου την οδοντόβουρτσα και τις πυτζάμες σου. |
φτιάχνω τη βαλίτσαintransitive verb (fill suitcase, bag) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I need to pack for the trip to the beach. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου για την εκδρομή στην παραλία. |
συσκευασίαnoun (bundle, package) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The beer comes in packs of six. Η μπύρα πωλείται σε συσκευασίες των έξι. |
πακέτοnoun (US (packet, carton) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Josh shook his last cigarette out of the pack. Ο Τζος κούνησε το πακέτο για να βγάλει το τελευταίο τσιγάρο. |
σακίδιοnoun (rucksack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We went hiking for a week with all the food in my pack. Πήγαμε πεζοπορία για μια εβδομάδα με όλα τα τρόφιμα στο σακίδιό μου. |
αγέληnoun (group of wolves) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wolf pack worked together to catch its prey. Η αγέλη των λύκων συνεργάστηκε για να πιάσει το θήραμά της. |
αγέληnoun (group of dogs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pack of wild dogs howled all night. Η αγέλη των αγριόσκυλων αλυχτούσε όλη νύχτα. |
μάτσο, τσούρμοnoun (figurative, informal (batch, group) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Those politicians are a pack of liars. |
τράπουλαnoun (UK (set of playing cards) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) While we had a newer pack of cards, we still preferred to use this one. |
συμμορίαnoun (figurative (people: band) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The travellers were robbed by a pack of thieves. |
σπιρτόκουτοnoun (book, box: of matches) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have a pack of matches that I can use to light the candles? |
συσκευάζωintransitive verb (wrap packages for shipment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We try to pick and pack the day an order is received. |
στριμώχνωtransitive verb (fit, cram) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She packed everything tightly into a small box. |
στριμώχνωtransitive verb (figurative (cram together) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My wife always packs a lot of activities into a day. |
πακετάρωtransitive verb (wrap up) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pack everything in a duffel bag. |
είμαι γεμάτοςtransitive verb (informal, usu passive (fill with people) (από κάποιους/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The concert hall was so packed that you couldn't even see the band. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο τραγουδιστής, αν και τόσο νέος, κατάφερε να γεμίσει ένα ολοκληρο στάδιο με κόσμο. |
συμπιέζωtransitive verb (compact, compress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sand was packed down by the weight of the trucks. |
φορτώνωtransitive verb (load into a car) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to pack the suitcases in the car before we go. |
κρατάω, κουβαλάωtransitive verb (informal (carry or wear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Watch out - he's packing a gun! |
γεμίζω(usu passive (fill with partisans) (κάτι με κάποιους/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The candidate's staff packed the hall with friendly supporters. |
συσκευασία κρέατοςnoun (packaging of meat products) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ρινικός επιπωματισμός, ρινικός πωματισμόςnoun (medical gauze for inserting in nostril) |
δοχείο, κουτίnoun (storage container) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δοχείο, κουτίnoun (storage box) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτωτικήnoun (document listing items in a parcel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Joe checked the contents of the parcel against the packing list. |
μονάδα συσκευασίαςnoun (factory where goods are packaged) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φορτωτικήnoun (document listing items in a parcel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αρχίζει να χαλάειadjective (UK, slang (starting to malfunction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του packing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του packing
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.