Τι σημαίνει το packed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης packed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του packed στο Αγγλικά.
Η λέξη packed στο Αγγλικά σημαίνει έτοιμος, γεμάτος, γεμάτος, γεμάτος, συμπυκνωμένος, συμπιεσμένος, έτοιμος, συμπιεσμένος, πεπιεσμένος, συσκευάζω, φτιάχνω, παίρνω, φέρνω, φτιάχνω τη βαλίτσα, συσκευασία, πακέτο, σακίδιο, αγέλη, αγέλη, μάτσο, τσούρμο, τράπουλα, συμμορία, σπιρτόκουτο, συσκευάζω, στριμώχνω, στριμώχνω, πακετάρω, είμαι γεμάτος, συμπιέζω, φορτώνω, κρατάω, κουβαλάω, γεμίζω, γεμάτος δράση, φίσκα, τίγκα, μεσημεριανό σε πακέτο, γεμάτος, γεμάτος, πλήρης, συσκευασμένος σε κενό αέρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης packed
έτοιμοςadjective (bag, suitcase: filled) (αποσκευές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Archie's bags are packed and he's ready to leave. Οι αποσκευές του Άρτσι είναι πακεταρισμένες και είναι έτοιμος να φύγει. |
γεμάτος(full of [sth]) (με κτ, από κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The shelves are packed with books. Τα ράφια είναι γεμάτα με βιβλία. |
γεμάτοςadjective (crowded with people) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The auditorium is packed. Το αμφιθέατρο είναι φίσκα. |
γεμάτος(full of people) (με κπ, από κπ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The room is packed with meeting delegates. Το δωμάτιο είναι γεμάτο με συνέδρους για τη συνάντηση. |
συμπυκνωμένος, συμπιεσμένοςadjective (snow: compacted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The packed snow provided a smooth surface to ski on. |
έτοιμοςadjective (informal (having your bags packed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Are you packed yet? I'm ready to go. |
συμπιεσμένος, πεπιεσμένοςadjective (compressed) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The old cottage had a packed earth floor. |
συσκευάζωtransitive verb (wrap for shipment) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pack the books in a padded mailing envelope. Συσκεύασε τα βιβλία σε έναν επενδεδυμένο φάκελο. |
φτιάχνωtransitive verb (fill: suitcase, bag) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you packed your bags yet? Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα; |
παίρνω, φέρνωtransitive verb (put in luggage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't forget to pack your toothbrush and pyjamas. Μην ξεχάσεις να πάρεις μαζί σου την οδοντόβουρτσα και τις πυτζάμες σου. |
φτιάχνω τη βαλίτσαintransitive verb (fill suitcase, bag) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I need to pack for the trip to the beach. Πρέπει να φτιάξω τη βαλίτσα μου για την εκδρομή στην παραλία. |
συσκευασίαnoun (bundle, package) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The beer comes in packs of six. Η μπύρα πωλείται σε συσκευασίες των έξι. |
πακέτοnoun (US (packet, carton) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Josh shook his last cigarette out of the pack. Ο Τζος κούνησε το πακέτο για να βγάλει το τελευταίο τσιγάρο. |
σακίδιοnoun (rucksack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We went hiking for a week with all the food in my pack. Πήγαμε πεζοπορία για μια εβδομάδα με όλα τα τρόφιμα στο σακίδιό μου. |
αγέληnoun (group of wolves) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wolf pack worked together to catch its prey. Η αγέλη των λύκων συνεργάστηκε για να πιάσει το θήραμά της. |
αγέληnoun (group of dogs) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pack of wild dogs howled all night. Η αγέλη των αγριόσκυλων αλυχτούσε όλη νύχτα. |
μάτσο, τσούρμοnoun (figurative, informal (batch, group) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Those politicians are a pack of liars. |
τράπουλαnoun (UK (set of playing cards) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) While we had a newer pack of cards, we still preferred to use this one. |
συμμορίαnoun (figurative (people: band) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The travellers were robbed by a pack of thieves. |
σπιρτόκουτοnoun (book, box: of matches) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Do you have a pack of matches that I can use to light the candles? |
συσκευάζωintransitive verb (wrap packages for shipment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We try to pick and pack the day an order is received. |
στριμώχνωtransitive verb (fit, cram) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She packed everything tightly into a small box. |
στριμώχνωtransitive verb (figurative (cram together) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My wife always packs a lot of activities into a day. |
πακετάρωtransitive verb (wrap up) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pack everything in a duffel bag. |
είμαι γεμάτοςtransitive verb (informal, usu passive (fill with people) (από κάποιους/κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The concert hall was so packed that you couldn't even see the band. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο τραγουδιστής, αν και τόσο νέος, κατάφερε να γεμίσει ένα ολοκληρο στάδιο με κόσμο. |
συμπιέζωtransitive verb (compact, compress) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The sand was packed down by the weight of the trucks. |
φορτώνωtransitive verb (load into a car) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to pack the suitcases in the car before we go. |
κρατάω, κουβαλάωtransitive verb (informal (carry or wear) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Watch out - he's packing a gun! |
γεμίζω(usu passive (fill with partisans) (κάτι με κάποιους/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The candidate's staff packed the hall with friendly supporters. |
γεμάτος δράσηadjective (full of drama, events) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φίσκα, τίγκαadjective (informal (completely full) (καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) At five o'clock, the subway was jam-packed with commuters on their way home. |
μεσημεριανό σε πακέτοnoun (box or bag of food for midday meal) (από το σπίτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεμάτοςadjective (informal (venue: crowded, full) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The pianist played to a packed-out concert hall. |
γεμάτος, πλήρηςadjective (figurative, informal (room, building: full) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συσκευασμένος σε κενό αέροςadjective (sealed in an airtight package) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του packed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του packed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.