Τι σημαίνει το pad στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pad στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pad στο Αγγλικά.

Η λέξη pad στο Αγγλικά σημαίνει μαξιλάρι, μαξιλαράκι, σημειωματάριο, τετράδιο, πέλμα, άκρη δαχτύλου, φωλιά, φωλίτσα, γεμίζω, παραγεμίζω, φουσκώνω, περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα, περπατάω αργά, περπατώ αργά, προσθέτω, εργένικο σπίτι, τακάκι, χαλάκι αλλαξιέρας, δίσκος ντεμακιγιάζ, στρώμα, μέρος για να αράξω, περιαγκωνίδα, στήριγμα κεφαλιού, θερμαντική κομπρέσα, ελικοδρόμιο, ζεστή κομπρέσα, βάση κατσαρόλας, στυπόχαρτο, ταμπόν, επιγονατίδα, εξέδρα/πλατφόρμα εκτόξευσης διαστημοπλοίου/πυραύλου, σημείο εκκίνησης, αρχή, μπλοκ, φύλλο/πέταλο νούφαρου, λούφα, επίστρωμα, σερβιέτα για μεγάλη ροή, σημειωματάριο, τάπητας για ποντίκι υπολογιστή, θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας, σφουγγάρι λείανσης, μπλοκ, βάτα ενδύματος, προστατευτική βάτα, μπλοκ, βεντούζα, σημειωματάριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pad

μαξιλάρι, μαξιλαράκι

noun (soft protective layer)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can buy ski suits with fitted pads to help protect you against injury.
Μπορείς να αγοράσεις στολή του σκι με εσωτερική ενίσχυση για να σε προστατεύει από τραυματισμούς.

σημειωματάριο, τετράδιο

noun (notebook, jotter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The journalist is making notes on his pad.
Ο δημοσιογράφος κρατά σημειώσεις στο μπλοκ του.

πέλμα

noun (soft part of animal's paw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat is limping because she has a thorn stuck in her pad.
Η γάτα κουτσαίνει γιατί έχει ένα αγκάθι καρφωμένο στην πατούσα της.

άκρη δαχτύλου

noun (soft part of finger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I cut the pad of my thumb last week, but it's healed up now.
Έκοψα την άκρη του δαχτύλου μου την περασμένη εβδομάδα, αλλά έγιανε τώρα.

φωλιά, φωλίτσα

noun (slang (home) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is a really nice pad you've got here.
Πολύ ωραία η φωλίτσα που έφτιαξες εδώ.

γεμίζω, παραγεμίζω

transitive verb (add stuffing to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marilyn is padding the chair cushions.
Η Μέρλιν γεμίζει τα μαξιλάρια της καρέκλας.

φουσκώνω

transitive verb (figurative (add extra to) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh is padding his speech; it's not quite long enough yet.
Ο Τζος φουσκώνει την ομιλία του. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμη.

περπατάω ανάλαφρα, περπατώ ανάλαφρα

intransitive verb (walk softly)

The dog padded behind the girl.

περπατάω αργά, περπατώ αργά

intransitive verb (walk slowly)

Jeremy padded around the room.

προσθέτω

phrasal verb, transitive, separable (written piece: add words)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εργένικο σπίτι

noun (informal (single man's home)

τακάκι

noun (device: part of brake) (δισκόφρενου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The brake pad on the left wheel was completely worn out.

χαλάκι αλλαξιέρας

noun (to change diaper)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίσκος ντεμακιγιάζ

noun (for removing make-up)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στρώμα

noun (safety mattress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέρος για να αράξω

noun (US: slang (temporary home)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My cousin lives two blocks from here, we can use his place as a crash pad.
Ο ξάδερφός μου μένει δυο τετράγωνα πιο κάτω, μπορούμε να την πέσουμε στο σπίτι του.

περιαγκωνίδα

noun (often pl (protective coverings for elbows)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's a good idea to wear elbow pads when you're learning to rollerskate.

στήριγμα κεφαλιού

noun (cushioned headrest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θερμαντική κομπρέσα

noun (compress for pain relief)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ελικοδρόμιο

noun (landing area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Helicopter pads are usually labelled with a big H.

ζεστή κομπρέσα

noun (heated compress)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βάση κατσαρόλας

noun (mat placed under hot dish)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στυπόχαρτο, ταμπόν

noun (block saturated with ink)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can buy ink pads in hundreds of different colours these days.

επιγονατίδα

noun (sport: protective covering) (σπορ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Remember to wear knee pads when you play hockey.

εξέδρα/πλατφόρμα εκτόξευσης διαστημοπλοίου/πυραύλου

noun (platform for launching a spacecraft) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Space Shuttle is on the launch pad and the countdown to blast-off has begun.

σημείο εκκίνησης, αρχή

noun (figurative (starting point) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He used his six months as a kitchen assistant as a launch pad to his career as a chef. Winning a writing competition was the launch pad for her career as a successful author.
Χρησιμοποίησε τους έξι μήνες που εργάστηκε ως βοηθός κουζίνας ως σημείο εκκίνησης για την καριέρα του ως μάγειρας. Η νίκη στο διαγωνισμό συγγραφής ήταν η αρχή της καριέρας της ως επιτυχημένη συγγραφέας.

μπλοκ

(ruled writing tablet) (με γραμμές)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο/πέταλο νούφαρου

noun (leaf of a water lily plant) (φυτό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The frog sat on a lily pad in the pond, waiting for a fly to pass by.

λούφα

noun (type of vegetable sponge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a loofah pad in the shower to slough off dead skin.

επίστρωμα

noun (padded overlay for a bed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If your mattress is not comfortable you can put a mattress pad on top of it.

σερβιέτα για μεγάλη ροή

noun (sanitary towel for heavy flow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημειωματάριο

noun (abbreviation (memorandum pad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τάπητας για ποντίκι υπολογιστή

noun (US (rubber surface for computer mouse)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This mouse pad is designed for gaming.

θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας

noun (vulgar, slang (passenger seat on a motorcycle)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σφουγγάρι λείανσης

noun (abrasive scrubbing device)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπλοκ

noun (US (wad of paper for scribbling notes)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I keep a scratch pad by the phone so I can jot down who called.

βάτα ενδύματος

noun (usually plural (clothing: insert in shoulder)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It looks like one shoulder pad is missing from the jacket.

προστατευτική βάτα

noun (usually plural (sport: protective accessory) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The football player forgot to bring his shoulder pads.

μπλοκ

noun (artist's book for rough drawings)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βεντούζα

noun (rubber device that creates a vacuum)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημειωματάριο

noun (notepad)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pad στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pad

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.