Τι σημαίνει το parenté στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης parenté στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parenté στο Γαλλικά.

Η λέξη parenté στο Γαλλικά σημαίνει γονέας, γονέας, στενός,κοντινός συγγενής, συγγενής, συγγένεια εξ αίματος, γονέας, ξάδερφος, ξάδελφος, εξάδερφος, εξάδελφος, συγγενής, συγγενής, γεννήτορας, συγγενής εξ αίματος, συγγενής, συγγενής, συγγενής, συγγενικός, σχετικός, συγγένεια, συγγενής, συγγένεια, ομοιότητα, οικογένεια, συγγένεια, αδερφική σχέση, σχέση, συγγένεια, προπαππούδες, προ-προπάππους, προ-προγιαγιά, τεθλιμμένος συγγενής, κοντινότερος συγγενής, ανύπαντρος γονέας, μακρινός συγγενής, παππούς από τη μεριά της μητέρας, μακρινός συγγενής, γονεϊκή ιδιότητα, γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης parenté

γονέας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il est parfois difficile d'être un bon parent.
Το να είσαι καλός γονέας μπορεί να είναι σκληρή δουλειά.

γονέας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les parents du maïs jaune et blanc doivent être le maïs jaune et le maïs blanc.

στενός,κοντινός συγγενής

adjectif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγγενής

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συγγένεια εξ αίματος

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γονέας

nom masculin (Informatique) (πληροφορική: δενδροειδής δομή δεδομένων)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Στην περίπτωση της μορφοποίησης δεδομένων XML, τα περισσότερα στοιχεία έχουν πολλούς απογόνους, αλλά μόνο έναν γονέα.

ξάδερφος, ξάδελφος, εξάδερφος, εξάδελφος

(parenté éloignée)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je vais rendre visite à des parents qui ont une ferme.
Θα επισκεφτώ τα ξαδέρφια μου στο χωριό, τα οποία ζουν σε μια φάρμα.

συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Je ne savais pas avant de faire des recherches dans mon arbre généalogique que toi et moi étions parents (or: de la même famille).
Δεν είχα ιδέα πριν ψάξω την οικογενειακή μου ιστορία ότι εσύ και εγώ ήμασταν συγγενείς.

συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Lindsay est ma cousine donc elle est ma parente.
Η Λίντσεϊ είναι ξαδέρφη μου, επομένως είναι συγγενής μου. Τα Χριστούγεννα στέλνω κάρτες στους συγγενείς μου.

γεννήτορας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

συγγενής εξ αίματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συγγενής

(εξ' αίματος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

συγγενής

(souvent au pluriel)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Ο Ντάνιελ ανυπομονεί να δει όλους τους συγγενείς του στη συνάντηση της οικογένειας αυτό το σαββατοκύριακο.

συγγενής

(κάποιου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Lui et ma femme sont parents. Son grand-père et sa mère étaient cousins.

συγγενικός, σχετικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγγένεια

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter croyait que la parenté était plus importante que tout et il était toujours heureux d'aider sa famille.
Ο Πήτερ ένιωθε πως η οικογένεια ήταν πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο και πάντα βοηθούσε με χαρά τους συγγενείς του.

συγγενής

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγγένεια, ομοιότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οικογένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συγγένεια

(η σχέση μεταξύ μελών οικόγένειας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδερφική σχέση

nom féminin

σχέση, συγγένεια

(famille)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel est son lien avec vous ? C'est une cousine ?
Τι σχέση (or: συγγένεια) έχετε; Είναι ξαδέρφη σου;

προπαππούδες

nom masculin (surtout au pluriel)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Chacun d'entre nous a huit arrière-grands-parents.

προ-προπάππους, προ-προγιαγιά

nom masculin (surtout au pluriel)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

τεθλιμμένος συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les parents du défunt ont pleuré quand le corps a été enterré.

κοντινότερος συγγενής

nom masculin

Ma sœur est mentionnée en tant que parent proche sur tous mes formulaires d'urgence. Les autorités ne dévoilent pas le nom de la victime jusqu'à ce que son parent proche ait été prévenu.
Οι αρχές δεν θα αποκαλύψουν το όνομα του θύματος, έως ότου ειδοποιηθούν οι εγγύτεροι συγγενείς του.

ανύπαντρος γονέας

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μακρινός συγγενής

nom masculin

Il s'agit d'une escroquerie fréquente : des individus malveillants se font passer pour un parent éloigné dans le besoin et parviennent à extorquer de l'argent à des personnes âgées.

παππούς από τη μεριά της μητέρας

(surtout au pluriel) (επιλογή ανάλογα με το φύλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes grands-parents maternels étaient tous les deux italiens.

μακρινός συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne l'ai jamais rencontrée, mais je crois que c'est une parente éloignée.

γονεϊκή ιδιότητα

γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parenté στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του parenté

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.