Τι σημαίνει το partir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης partir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partir στο πορτογαλικά.

Η λέξη partir στο πορτογαλικά σημαίνει φεύγω, φεύγω από κτ, μετακομίζω, αποπλέω, σαλπάρω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινώ, σχίζω, κόβω, σπάω στα δύο, βγαίνω, αποχωρώ, φεύγω, σχίζομαι, σπάω, σπάζω, την κάνω, αναχωρώ για κτ, φεύγω, ξεκινώ, φεύγω, την κάνω, του δίνω, φεύγω, φεύγω από κπ/κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινάω, σκίζω, σχίζω, διακόπτω, σαλπάρω, αποπλέω, σαλπάρω, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, σαλπάρω, ξεκινώ, φεύγω, κόβω, κόβω μια φέτα από κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, σπάζω, σπάω, κόβω κτ σε φέτες, κόβω, προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ, ρηγματώνω, ραγίζω, φεύγω, φεύγω, φεύγω, σπάω, σπάζω, χωρίζω, μοιράζω, φεύγω, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, φεύγω, το σκάω, χωρίζω, χωρίζω, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπάω, προέρχομαι από κτ, από, από, από, από, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, από τότε και στο εξής, από δω και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, για τι, από, από μόλις, από, τρέχω προς κτ, ραγίζω την καρδιά κάποιου, παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, ξεκινάω από εδώ, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινώ, αρχίζω, φεύγω μαζί με, την κοπανάω με, αναχωρώ, φεύγω για, προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ, πάω στον πόλεμο, προέρχομαι από, κατάγομαι από, φεύγω, αποχωρώ, αναπτύσσομαι, γίνομαι Λούης, απομακρύνω, γεννιέμαι από κτ, φεύγω, ορμώ, χιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης partir

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
John está aqui? Não, ele já saiu.
Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει.

φεύγω από κτ

Eu vou deixar esta cidade às três horas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποπλέω, σαλπάρω

(navio)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω, απομακρύνομαι

(carro)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu tristemente o vi partir, sabendo que não o veria novamente.
Τον παρακολουθούσα θλιμμένη να βάζει μπρος και να φεύγει, ξέροντας ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ.

ξεκινώ

verto intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σχίζω, κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάω στα δύο

verbo transitivo (abrir em dois)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o alarme de incêndio soou, todos foram embora pelas saídas de emergência.
Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου.

αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As malas de Tim estão arrumadas e ele está pronto para partir.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O galante cavaleiro partiu para matar o dragão.
Ο γενναίος ιππότης κίνησε να σκοτώσει τον δράκο.

σχίζομαι, σπάω, σπάζω

(separar, quebrar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O quadro velho partiu-se ao meio quando pisei nele.
Με το που την πάτησα, η παλιά σανίδα άνοιξε στη μέση.

την κάνω

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναχωρώ για κτ

(για ένα ταξίδι)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O navio partirá às três horas, por isso é melhor você chegar na hora.
Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου.

την κάνω, του δίνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω από κπ/κτ

verbo transitivo

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A família partiu para casa.

φεύγω

(gíria)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acabamos aqui. Vamos partir.

ξεκινάω

(numa viagem)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temos de partir às oito em ponto para chegarmos na festa na hora.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

σκίζω, σχίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διακόπτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela falou, interrompendo meus pensamentos.
Μίλησε, διακόπτοντας τις σκέψεις μου.

σαλπάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O navio parte ao meio-dia.

αποπλέω, σαλπάρω, φεύγω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este trem sempre sai na hora.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

σαλπάρω

(embarcação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos ter que sair muito cedo para evitar o trânsito da hora do rush.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω μια φέτα από κτ

(cortar: um fino pedaço)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(ένα ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Naquela manhã, nós partimos para nossa viagem para a Califórnia.
Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια.

αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ

É bacana sair de Londres de vez em quando.

σπάζω, σπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κόβω κτ σε φέτες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O açougueiro fatiou o presunto.
Ο κρεοπώλης έκοψε το ζαμπόν σε φέτες.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie fatiou o bolo.
Η Μάγκι έκοψε την τούρτα.

προκαλώ κάταγμα σε κπ/κτ

(quebrar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρηγματώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ραγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jenny rachou a cabeça na mesa quando caiu.
Η Τζένη έσπασε το κεφάλι της στο τραπέζι καθώς έπεφτε.

φεύγω

(figurado, morrer) (ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se foi logo após a meia-noite, com a sua mulher ao seu lado.

φεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela se foi sem dizer uma palavra.

φεύγω

(BRA, expressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se a gente não sair logo, vamos nos atrasar.
Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε.

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele quebrou (or: romper) o quadro ao pisar nele.
Με το που πάτησε τη σανίδα, την άνοιξε στα δύο.

χωρίζω, μοιράζω

verbo transitivo (separar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O mágico dividiu as cartas em três pilhas.
Ο μάγος μοίρασε τα χαρτιά σε τρεις στοίβες.

φεύγω

(για κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele deixou a fazenda da família e foi embora para a cidade grande procurar trabalho.
Άφησε την οικογενειακή φάρμα και πήγε στη μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(transporte: pôr-se a caminho)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando o ônibus parte?

το σκάω

(gíria) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ela foi embora assim que os pais dela chegaram.
Μόλις έφτασαν οι γονείς της, την κοπάνησε.

χωρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O país foi dividido em dois pela questão.
Η χώρα είχε χωριστεί στα δύο εξ αιτίας αυτού του ζητήματος.

χωρίζω

verbo transitivo (dividir em seções)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπαραξικάρδιος, σπαρακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προέρχομαι από κτ

Η ιδέα προέκυψε από συζητήσεις μεταξύ κορυφαίων οργανισμών του περιβαλλοντολογικού κλάδου.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Esta loja está aberta de terça a sábado. Se quiser sair mais tarde para tomar um drink, estou livre a partir das 17h.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό από Τρίτη έως Σάββατο.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele se interessa por aviões desde a mais tenra infância. A partir de segunda-feira, a cafeteria não servirá mais sorvete.
Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu bebo de duas a quatro cervejas toda sexta à noite.
Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

από τότε και στο εξής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από δω και πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A partir de agora, você não é mais bem-vindo na minha casa.
Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για τι

(literária)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από

locução prepositiva

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα.

από μόλις

(preço) (κατώτατη τιμή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα.

τρέχω προς κτ

(κυριολεκτικά, μεταφορικά)

ραγίζω την καρδιά κάποιου

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parte meu coração saber que você está saindo.

παθαίνω κάταγμα σε οστό του λαιμού

(BRA)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chris acabou paralisado depois de quebrar o pescoço em um acidente de motocicleta.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

expressão verbal (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκινάω από εδώ

locução verbal (usar como ponto inicial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω, απομακρύνομαι

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela enxugou uma lágrima do olho enquanto ele partia de carro.
Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της καθώς εκείνος έβαλε μπρος και έφυγε.

ξεκινώ, αρχίζω

(ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles começaram uma viagem para Londres no início do dia seguinte. Vamos começar uma viagem às cinco da manhã.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

φεύγω μαζί με, την κοπανάω με

(ir embora levando alguém ou algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναχωρώ, φεύγω για

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προκύπτω από κτ, προέρχομαι από κτ

Estes problemas se originam do ataque terrorista alguns anos atrás.
Αυτά τα προβλήματα προέρχονται (or: απορρέουν) από την τρομοκρατική επίθεση που έγινε πριν μερικά χρόνια.

πάω στον πόλεμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A exibição destaca a quantidade de jovens soldados que partiram para a guerra de Wells e das vilas próximas.

προέρχομαι από, κατάγομαι από

Οι άνθρωποι και οι πίθηκοι προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο.

φεύγω, αποχωρώ

(από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Desde que foi embora do país há 10 anos, ele nunca mais voltou.
Αφότου έφυγε από τη χώρα, πριν από δέκα χρόνια, δεν έχει ξαναγυρίσει.

αναπτύσσομαι

(από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A empresa cresceu a partir de uma pequena firma de família para virar um negócio multimilionário.
Η επιχείρηση εξελίχθηκε από μια μικρή οικογενειακή εταιρεία σε μια επιχείρηση δισεκατομμυρίων.

γίνομαι Λούης

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνω

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles foram ao parque, mas mais uma vez a polícia lhes obrigou a partir.
Πήγαν στο πάρκο αλλά γι' ακόμα μια φορά η αστυνομία τους έδιωξε.

γεννιέμαι από κτ

(μεταφορικά)

Muitos livros e filmes surgiram da ideia da estória original dele.
Πάρα πολλά βιβλία και ταινίες έχουν προκύψει από την αρχική ιδέα της ιστορίας του.

φεύγω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A reunião acabou e as pessoas saíram correndo para fazer suas tarefas.

ορμώ, χιμώ

expressão verbal (σε κάποιον, κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O time adversário partiu para cima do zagueiro.
Η άλλη ομάδα ρίχτηκε στον επιθετικό.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του partir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.