Τι σημαίνει το area στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης area στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του area στο Αγγλικά.

Η λέξη area στο Αγγλικά σημαίνει μέρος, τμήμα, κομμάτι, περιοχή, έκταση, περιοχή, εμβαδόν, εμβαδό, τομέας, τομέας, κλάδος, οικόπεδο, περιοχή, τηλεφωνικός κωδικός, ζώνη συγκέντρωσης, τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης, περιοχή χαμηλής πίεσης, χαλί, χώρος συγκέντρωσης, Bay Area, ξάκρισμα, υποβαθμισμένη περιοχή, κομμάτι που έχει μαραθεί, ξεραθεί, οικοδομημένη περιοχή, τομέας, περιοχή κάλυψης, οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή, υποβαθμισμένη περιοχή, τραπεζαρία, πληγείσα περιοχή, χάος, καταστροφή, ελεύθερος λιμένας, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, γκρίζα ζώνη, επιφάνεια κρούσης, στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω, στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά, στον τομέα, στον κλάδο, στο χώρο, στη γειτονιά, βιομηχανική περιοχή, τοπικό δίκτυο, τοπικό δίκτυο, μητροπολιτική περιοχή, απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή, επικίνδυνη περιοχή, πεζόδρομος, περιοχή πέναλτι, χώρος για πικ νικ, χώρος αναψυχής, παιδική χαρά, γήπεδο, οπίσθιο τμήμα, χώρος υποδοχής, περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής, περιοχή έρευνας, ευαίσθητο θέμα, ευαίσθητη περιοχή, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, πίστα για σκι, τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος, χώρος για καπνίζοντες, σταθμός ανάπαυσης, σταθμός ανάπαυσης, θεματική περιοχή, περιβάλλων χώρος, χώρος εργασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης area

μέρος, τμήμα, κομμάτι

noun (section)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There was a tennis court in an area of the lawn behind the house.
Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι.

περιοχή, έκταση

noun (tract, region)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was an area of woodland alongside the river.
Υπήρχε μια δασική περιοχή (or: έκταση) δίπλα στο ποτάμι.

περιοχή

noun (open space)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There are formal parks and other green areas around the city.
Υπάρχουν επίσημα πάρκα και άλλοι χώροι πρασίνου σε όλη την πόλη.

εμβαδόν, εμβαδό

noun (measurement of a shape, etc.) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The area of the flowerbed was thirty square feet. The teacher asked her students to calculate the area of the triangle.
Το εμβαδόν του παρτεριού ήταν τριάντα τετραγωνικά πόδια.

τομέας

noun (figurative (scope)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I am a lawyer, but civil law is not my area.

τομέας, κλάδος

noun (figurative (field of study)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her studies were in the area of Indo-European languages.

οικόπεδο

noun (building lot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The area was full of busy bricklayers and carpenters.

περιοχή

noun (geographical region)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our house is in a nice area.

τηλεφωνικός κωδικός

noun (phone number: regional prefix)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
To make a long distance call, you need to dial the area code before the phone number.

ζώνη συγκέντρωσης

noun (zone of highest incidence)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τομέας εξειδίκευσης, τομέας ειδίκευσης

noun (US (education: field of study) (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
His area of concentration at the Kennedy School of Government was the Middle East.

περιοχή χαμηλής πίεσης

noun (meteorology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A stationary area of low pressure over the Great Lakes has brought us a week of rain and fog.

χαλί

noun (carpet: covers part of floor)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος συγκέντρωσης

noun (gathering point)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
In case of fire, the assembly area is the car park.

Bay Area

noun (area around San Francisco, USA) (περιοχή γύρω από το Σαν Φραντσίσκο στις ΗΠΑ)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Though not the largest city in the Bay Area, San Francisco is its cultural and financial center.

ξάκρισμα

noun (printing: outside margin) (τυπογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In order to make the cover full color, edge to edge, we need to make a bleed area of 3 picas.

υποβαθμισμένη περιοχή

noun (town, region: not prospering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Large portions of Michigan have become blighted areas due to the recession.

κομμάτι που έχει μαραθεί, ξεραθεί

noun (plant: diseased part) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οικοδομημένη περιοχή

noun (area with a lot of buildings)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The park provides a green space in the built-up area of the city.

τομέας

noun (area within a local boundary)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Charles was so desperate to get his children into St. Mungo's that he bought a house in the catchment area.

περιοχή κάλυψης

noun (telecommunications)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Each cell phone company advertises that their coverage area is larger than the others'.

οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή

noun (poor region)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The EU has a regional policy to give help to depressed areas.

υποβαθμισμένη περιοχή

noun (poverty-stricken place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The area of Mexico just south of the San Diego border crossing is a severly deprived area.

τραπεζαρία

noun (room, hall for meals) (χώρος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although people are allowed to smoke in the bar, the dining area of the restaurant is smoke-free.

πληγείσα περιοχή

noun (site of a major catastrophe)

χάος

noun (figurative, informal (disastrous thing, place)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταστροφή

noun (figurative, informal, humorous (clumsy or unfortunate person) (μεταφορικά: για άτομο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ελεύθερος λιμένας

noun (area open to commercial vessels)

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

noun (country: unrestricted commerce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The purpose of NAFTA is to make North America a free trade area.

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

noun (sport: zone surrounding the goal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The foul was committed in the goal area and resulted in a penalty.

γκρίζα ζώνη

noun (uncertain, unclear issue) (μεταφορικά)

18th-century British history is a bit of a grey area for me.

επιφάνεια κρούσης

noun (site of explosion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The whole impact area was radioactive after the meteorite crash.

στην περιοχή, εδώ κοντά, εδώ γύρω

adverb (locally, nearby)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have lived in the area for ten years and know all my neighbours.

στη γύρω περιοχή, εκεί κοντά

preposition (within the vicinity of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I would not like to live in the area of a football ground.

στον τομέα, στον κλάδο, στο χώρο

preposition (subject: in the field of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He is an expert in the area of Roman history.

στη γειτονιά

adverb (locally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There are several good schools in the neighborhood.

βιομηχανική περιοχή

noun (place of manufacturing)

τοπικό δίκτυο

noun (computer network)

τοπικό δίκτυο

noun (telecommunications system)

μητροπολιτική περιοχή

noun (large city and its surroundings)

Chicago has a population of 2.8 million people, but its metropolitan area has nearly 10 million.

απαγορευμένη ζώνη, μη προσβάσιμη περιοχή

noun (barricaded area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επικίνδυνη περιοχή

noun (dangerous zone)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That part of the city is a no-go area at night.

πεζόδρομος

noun (zone: traffic prohibited)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περιοχή πέναλτι

noun (soccer: marked area of field)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
James was fouled inside the penalty area so his team was awarded a penalty rather than a free kick.

χώρος για πικ νικ

noun (designated zone for eating outdoors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The picnic area at this amusement park is kept very clean.

χώρος αναψυχής

noun (spot popular for eating outdoors)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιδική χαρά

noun (designated zone for children's play)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The children have a play area well away from the main road.

γήπεδο

noun (sports terrain)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οπίσθιο τμήμα

noun (part at the back)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seats in the rear area are safer because airplanes never back into mountains.

χώρος υποδοχής

noun (place where visitors are greeted)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής

noun (public park)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοχή έρευνας

noun (where you look for [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police have extended the search area for the missing boy.

ευαίσθητο θέμα

noun (figurative (emotive topic) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My mum no longer asks me about boyfriends because she knows it's a sensitive area.

ευαίσθητη περιοχή

noun (area of body easily affected by stimuli) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The tips of the fingers are the most sensitive area of the human body.

σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών

noun (UK (motorway facilities)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He drove the car off the highway and into the service area so he could eat lunch and use the bathroom.

πίστα για σκι

noun (place where people pay to ski)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος

noun (part of a page reserved for printed information) (βιβλιοδεσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος για καπνίζοντες

noun (section where smoking is permitted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταθμός ανάπαυσης

noun (troop assembly area before setting off)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σταθμός ανάπαυσης

noun (any area of assembly before setting off)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θεματική περιοχή

noun (field of study or knowledge)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιβάλλων χώρος

noun (environs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The child went missing so her parents searched the surrounding area.

χώρος εργασίας

noun (environment in which a job is done)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του area στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του area

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.