Τι σημαίνει το mark στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mark στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mark στο Αγγλικά.

Η λέξη mark στο Αγγλικά σημαίνει σημάδι, σημάδι, σημείο, βαθμός, σημειώνω, σημαδεύω, βαθμολογώ, σταυρός, σήμα, ένδειξη, σημάδι, σημείο, ορόσημο, στόχος, στόχος, σημείο σήμανσης, ρεκόρ, ρεκόρ, σήμα, ένδειξη, χαρακτηρίζω, σημαδεύω, σημειώνω, επισημαίνω, προσέχω, παρατηρώ, σηματοδοτώ, κόβω βαθμό, κατεβάζω την τιμή, σημειώνω, περιγράφω, σκιαγραφώ, περιγράφω, σκιαγραφώ, αυξάνω την τιμή, εφαρμόζω ειδική σήμανση, τόνος, ελιά, σημάδι, ορόσημο, σημείο αναφοράς, σημάδι, μελανό σημείο, νι, σημείο κοπής, εύκολος στόχος, θαυμαστικό, δαχτυλιά, καλός βαθμός, δίεση, γραμμή ανώτατης στάθμης, απόγειο, πετυχαίνω τον στόχο, κάνω για κτ, γραμμοκώδικας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σύμβολο που δηλώνει συμμόρφωση με προδιαγραφές, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ, σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω, Θυμήσου τα λόγια μου!, βαθμολογικό σύστημα, σηματοδοτώ την έναρξη, γιορτάζω την έναρξη, γιορτάζω το γεγονός, γιορτάζω την περίσταση, μουτζουρώνω, προσαύξηση, σήμανση εγγράφου, σήμα νομισματοκοπείου, δεν πετυχαίνω τον στόχο, δεν πετυχαίνω τον στόχο, λανθασμένος, που πέφτει μέσα, λάβετε θέσεις, σημείο στίξης, ερωτηματικό, ερωτηματικό, γρήγορο πιστόλι, εισαγωγικά, παραπομπή, γραντζουνιά, σήμα υπηρεσίας, λογότυπο κατασκευαστή, τόνος, ραγάδα, καλούτσικος, ίχνος, σημάδι, άστοχος, ανακριβής, άστοχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mark

σημάδι

noun (visible sign)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The falling chair left a mark on the wall.
Η καρέκλα πέφτοντας άφησε σημάδι στον τοίχο.

σημάδι

noun (spot, scratch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The antique table has a dark mark towards the left side.
Το τραπέζι αντίκα έχει ένα σκούρο σημάδι στην αριστερή του πλευρά.

σημείο

noun (punctuation symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to put a punctuation mark at the end of every sentence.
Πρέπει να χρησιμοποιείς σημεία στίξης στο τέλος κάθε πρότασης.

βαθμός

noun (UK (grade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He received a low mark in Spanish.
Πήρε χαμηλό βαθμό στα ισπανικά.

σημειώνω

transitive verb (indicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark the text to be studied.
Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε.

σημαδεύω

transitive verb (scratch, mar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cat marked the table leg with its claws.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

βαθμολογώ

transitive verb (grade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher marked the students' essays with the scores they had earned.
Ο δάσκαλος βαθμολόγησε τις εκθέσεις των μαθητών.

σταυρός

noun (dated (cross) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I need your signature or mark at the bottom.
Χρειάζομαι μια υπογραφή ή ένα σταυρό στο κάτω μέρος της σελίδας.

σήμα

noun (badge, brand)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The rising sun is the mark for that brand of floor wax.
Το σήμα κατατεθέν αυτής της παρκετίνης είναι ένας ήλιος που ανατέλλει.

ένδειξη

noun (token)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This gift is a mark of my respect for you.
Αυτό το δώρο είναι μια ένδειξη του σεβασμού μου προς το πρόσωπό σου.

σημάδι

noun (target)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He hit the mark on his third shot with the bow and arrow.
Πέτυχε το σημάδι (or: στόχο) με την τρίτη βολή με το τόξο του.

σημείο, ορόσημο

noun (landmark)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
St Paul's Cathedral is the most obvious mark in this area of London.
Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Παύλου είναι το πιο προφανές ορόσημο (or: σημείο) αυτής της περιοχής του Λονδίνου.

στόχος

noun (standard)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The four-minute mile is the mark that all middle distance runners want to beat.
Όλοι οι αθλητές μεσαίων αποστάσεων θέλουν να πετύχουν τον στόχο του ενός μιλίου σε τέσσερα λεπτά.

στόχος

noun (colloquial (dupe, victim)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pickpocket looked for a new mark with a full wallet.
Ο πορτοφολάς έψαξε να βρει καινούριο στόχο με γεμάτο πορτοφόλι.

σημείο σήμανσης

noun (reference point)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
There are four marks along the trail.
Υπάρχουν τέσσερα σημεία σήμανσης κατά μήκος του μονοπατιού.

ρεκόρ

noun (sport: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The mark to beat is three point two metres.
Πρέπει να σπάσει το ρεκόρ των 3,2 μέτρων.

ρεκόρ

noun (competition: record)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The players tallied the marks on the scorecard.

σήμα

noun (identifying stamp)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They realized that the letter was genuine when they saw the prince's mark.
Κατάλαβαν ότι η επιστολή ήταν γνήσια όταν είδαν το σήμα του πρίγκιπα.

ένδειξη

noun (figurative (indication)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His involvement in the project is a mark of real quality.
Η συμμετοχή του στο έργο είναι ένδειξη (or: σημάδι) καλής ποιότητας.

χαρακτηρίζω

transitive verb (be a notable characteristic of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Violence marked each night of the war.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

σημαδεύω, σημειώνω

transitive verb (draw, write on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She marked her ballot paper with a cross.
Σημάδεψε το ψηφοδέλτιό της με ένα σταυρό.

επισημαίνω

transitive verb (attach price tag, label)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The stored marked the goods on sale with red price tags.
Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

προσέχω, παρατηρώ

transitive verb (formal (notice)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He marked her displeasure and responded appropriately.
Πρόσεξε (or: Παρατήρησε) τη δυσαρέσκειά της και απάντησε κατάλληλα.

σηματοδοτώ

transitive verb (be a sign of, signal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The country's first democratic election marks the start of a new era.

κόβω βαθμό

phrasal verb, transitive, separable (give lower grade to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher marked my paper down because I misspelled so many words.
Ο καθηγητής μου έκοψε βαθμούς επειδή έγραψα λάθος πολλές λέξεις.

κατεβάζω την τιμή

phrasal verb, transitive, separable (reduce price of) (με γενική: προϊόντος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The store marked down the Christmas merchandise in January.

σημειώνω

phrasal verb, transitive, separable (record, note)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark down your dentist appointment on the calendar so you don't forget it!
Σημείωσε στο ημερολόγιο το ραντεβού σου με τον οδοντίατρο, για να μην το ξεχάσεις.

περιγράφω, σκιαγραφώ

phrasal verb, transitive, separable (delineate, outline)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark off the area to be tiled and find the centre. They marked off the area of the garden that was to be laid to lawn.

περιγράφω, σκιαγραφώ

phrasal verb, transitive, separable (delineate, define: boundaries)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Animal mark out their territory with a variety of visual and scent signals.

αυξάνω την τιμή

phrasal verb, transitive, separable (increase price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hotels mark up their prices whenever there is a national holiday.
Κάθε φορά που είναι κάποια εθνική εορτή τα ξενοδοχεία αυξάνουν τις τιμές τους.

εφαρμόζω ειδική σήμανση

phrasal verb, transitive, separable (text: indicate changes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Please mark up your document to indicate bold, italic, or underlined.
Παρακαλώ εφαρμόστε ειδική σήμανση στο έγγραφό σας για να υποδείξετε έντονα, πλάγια ή υπογραμμισμένα.

τόνος

noun (diacritical mark on letter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελιά

noun (UK (mole on the face) (μεταφορικά: στο σώμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σημάδι

noun (mark used for surveying) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Start the measurement at the benchmark on the stone post at the edge of the field.
Ξεκίνα τη μέτρηση από το σημάδι στον πέτρινο στύλο στην άκρη του χωραφιού.

ορόσημο

noun (figurative (standard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
By the end of the school year, all third-grade students will need to meet this benchmark.
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς, όλοι οι μαθητές της τρίτης τάξης θα πρέπει να είναι σε αυτό το επίπεδο.

σημείο αναφοράς

noun (figurative (standard of excellence) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
This restaurant is the benchmark against which I measure all other restaurants.
Αυτό το εστιατόριο είναι το σημείο αναφοράς με το οποίο συγκρίνω όλα τα υπόλοιπα.

σημάδι

noun (patch of dark, red skin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is really self-conscious about the birth mark on her neck.

μελανό σημείο

noun (figurative (record of failure, wrongdoing) (μεταφορικά)

The scandal was a black mark on the politician's career.

νι

noun (US (tick: list item, correct answer, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He wrote a check mark next to each completed task on his list.

σημείο κοπής

noun (printing: shows where to trim)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The crop marks show the exact size of the page.

εύκολος στόχος

noun ([sb] easily targeted or victimized)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She was an elderly lady who lived alone: an easy mark for the con-man.

θαυμαστικό

noun (US (punctuation) (σημείο στίξης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is considered poor style to use too many exclamation points when writing.

δαχτυλιά

noun (smear, print left by a finger)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλός βαθμός

noun (high grade: in exam, test)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I got a very good mark in my Spanish exam.

δίεση

noun (cross-hatched symbol)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To abbreviate the word "number" in English, just use the hash mark.

γραμμή ανώτατης στάθμης

noun (sea, river: highest level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The high-water mark is easy to identify on a beach by a line of debris such as seaweed.

απόγειο

noun (figurative (achievement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The end of the second century was the high-water mark of the Roman Empire.

πετυχαίνω τον στόχο

verbal expression (figurative (satisfy [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω για κτ

verbal expression (figurative (be suitable for [sth])

γραμμοκώδικας

noun (barcode or serial number)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
All meat products must have an identification mark to show where they come from.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (point marked on hard disk drive)

The index mark indicates the starting point of a track on a hard drive.

σύμβολο που δηλώνει συμμόρφωση με προδιαγραφές

noun (UK (quality label)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The Kitemark shows consumers that a product conforms to the appropriate British Standard.

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

verbal expression (figurative (make an impact) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Parents leave their mark on their children.

κάνω ένα σημάδι σε κτ, βάζω ένα σημάδι σε κτ

verbal expression (write, draw or paint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made a mark on the pavement to show where to turn.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

verbal expression (figurative (have an impact) (μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button made his mark on figure skating when he performed the first double axel jump.

αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ

verbal expression (have an impact) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter Jackson has made his mark in the cinematic realm.

σημειώνω, επισημαίνω, χαρακτηρίζω

verbal expression (indicate to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entries marked as "private" are not visible to other users.

Θυμήσου τα λόγια μου!

interjection (dated (this is sure to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mark my words! That boy will always be a troublemaker.

βαθμολογικό σύστημα

noun (UK (set method of exam grading)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The teacher gave us the mark scheme so we could mark the paper ourselves.

σηματοδοτώ την έναρξη

verbal expression (be the start of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lighting of the torch marks the beginning of the Olympic Games.

γιορτάζω την έναρξη

verbal expression (celebrate the start of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In the year 2000, there were celebrations around the world to mark the beginning of the new millennium.

γιορτάζω το γεγονός, γιορτάζω την περίσταση

verbal expression (celebrate or commemorate [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let us mark the occasion by opening a bottle of champagne.

μουτζουρώνω

(US (scratch, mar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children had marked up the walls with crayon.
Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους.

προσαύξηση

noun (price increase) (επί του κόστους)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dealer added a 5% markup to the car.

σήμανση εγγράφου

noun (printing instructions) (τυπογραφία, εκτύπωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lindsay printed the final document without markups.

σήμα νομισματοκοπείου

noun (factory marking on a coin) (ένδειξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The mint mark on the coin tells you where it was made.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbal expression (figurative (fail to achieve intended aim)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The essay misses the mark because it doesn't directly answer the question.

δεν πετυχαίνω τον στόχο

verbal expression (fail to hit target)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The soccer player's shot missed the mark and went out for a goal kick.

λανθασμένος

expression (incorrect)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που πέφτει μέσα

adjective (figurative (correct) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't tell her, but she was right on the mark when she asked if I was depressed.

λάβετε θέσεις

interjection (sport: take up starting position)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On your marks; get set; go!
Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

σημείο στίξης

noun (comma, question mark, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Don't forget to end your sentence with a punctuation mark.

ερωτηματικό

noun (interrogative punctuation symbol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A written sentence that is a question must end with a question mark.

ερωτηματικό

noun (figurative (element of doubt) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a question mark over his ability to manage the team.

γρήγορο πιστόλι

adjective (figurative, informal (quick to act or react) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εισαγωγικά

noun (usually plural (punctuation indicating speech, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Should quotation marks come before or after a full stop?

παραπομπή

noun (for a footnote, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Students must follow the university's style rules when including reference marks in their essays.

γραντζουνιά

noun (often plural (scratch mark, scrape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was a black scuff on the white floor tile.

σήμα υπηρεσίας

noun (logo of a commercial service)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The service mark appears on the uniforms of the company's employees.

λογότυπο κατασκευαστή

noun (manufacturer's label)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shipping mark tells you in which country the product was manufactured.

τόνος

noun (punctuation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ραγάδα

noun (streak on skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλούτσικος

adjective (acceptably good)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My teacher told me that my work wasn't up to the mark.

ίχνος, σημάδι

noun (mark of water level) (πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The flood had left a watermark on the wall.
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

άστοχος

adjective (shot: off-target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The shot was wide of the target.
Η βολή ήταν άστοχη.

ανακριβής

adjective (figurative (guess: inaccurate) (η εικασία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Catherine tried to guess the price of the watch, but she was wide of the mark.

άστοχος

adjective (shot: missing the target)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The archer's first shot at the target was wide of the mark.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mark στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του mark

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.