Τι σημαίνει το pauvre στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pauvre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pauvre στο Γαλλικά.

Η λέξη pauvre στο Γαλλικά σημαίνει φτωχός, φτωχός, μόλις, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, άπορος, καημένος, κακόμοιρος, φτωχός, λευκός φτωχός, άγονος, φτωχός, άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, στο όριο της φτώχειας, ασήμαντος, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, φτωχός, άπορος, φτωχός, άπορος, φτωχός, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, άπορος, όλος κι όλος, φτωχός, πάμφτωχος, ασήμαντος, χαμηλός σε θερμίδες, σε χειρότερη μοίρα, με χαμηλά λιπαρά, σώπα, τι μου λες, τι μας λες, κακό που με βρήκε, ραγίζει η καρδιά μου, άντε ρε κακομοίρη, ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου, μαλάκας, καριόλης, σπασίκλας, φύτουκλας, κακομοίρης, φουκαράς, δυστυχής, βλάκας, ηλίθιος, σπασίκλας, φύτουλας, υποβαθμισμένη περιοχή, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες, δίαιτα χαμηλή σε νάτριο, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, αξιολύπητος άνθρωπος, μαλάκας, σπασίκλας, σπασίκλα, κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος, ελαφρύ γεύμα, φρικιό, άχρηστος, άχρηστη, τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!, μπάσταρδος, λεπτολόγος, λεπτολόγα, αξιοθρήνητος, άτυχη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pauvre

φτωχός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beaucoup d'entre nous viennent de familles pauvres.
Πολλοί από εμάς προέρχονται από φτωχές οικογένειες.

φτωχός

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le riche homme d'affaires n'a donné qu'un petit pourboire au serveur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σε αυτή τη δουλειά έπαιρνα 15 ψωροδολάρια την ημέρα.

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La pauvre se tenait sous la pluie battante sans manteau ni parapluie.

άπορος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
C'était un pauvre, il devait demander de la nourriture à l'église du coin pour nourrir son enfant.

καημένος, κακόμοιρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτωχός

λευκός φτωχός

nom masculin et féminin

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Certains pensent que tous les blancs vivant dans le sud des États-Unis sont des pauvres qui n'ont pas fait d'études.

άγονος

adjectif (terre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La terre est pauvre, rien n'y poussera.

φτωχός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les gens pauvres (or: démunis) ont difficilement les moyens de s'acheter à manger.

άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο όριο της φτώχειας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασήμαντος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna ne gagne pas beaucoup et est assez démunie.

φτωχός, άπορος

(soutenu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φτωχός, άπορος

(soutenu)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Votre contribution peut aider les enfants nécessiteux (or: indigents, pauvres) en Inde.
Η συνεισφορά σου μπορεί να βοηθήσει τη στήριξη των άπορων παιδιών της Ινδίας.

φτωχός

(littéraire, rare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε άσχημη οικονομική κατάσταση

(très pauvre)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Parker a réussi, mais quand il était enfant, sa famille était mal lotie.
Ο Πάρκερ είναι τώρα επιτυχημένος, αλλά όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση.

άπορος

(soutenu)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'indigent parcourait le marché, quémandant du pain.

όλος κι όλος

(familier)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tom n'avait que 5 malheureux dollars.
Ο Τομ είχε μόλις 5 ψωροδολάρια.

φτωχός

(σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce sol est pauvre en nutriments.
Αυτό το χώμα είναι φτωχό σε θρεπτικές ουσίες.

πάμφτωχος

(familier) (πολύ φτωχός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma famille était fauchée mais nous prenions toujours soin de notre apparence.

ασήμαντος

(péjoratif)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλός σε θερμίδες

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La meilleure façon de perdre du poids est de suivre un régime faible en calories et de faire beaucoup d'exercice.

σε χειρότερη μοίρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La plupart des gens sont plus pauvres maintenant qu'avant le krach de la bourse.

με χαμηλά λιπαρά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
De nombreux aliments faibles en gras contiennent plus de sucre que leurs équivalents gras.
Πολλές τροφές με χαμηλά λιπαρά περιέχουν περισσότερη ζάχαρη απ' ό,τι οι αντίστοιχες πλήρεις τροφές.

σώπα, τι μου λες, τι μας λες

interjection (ironique) (ειρωνικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κακό που με βρήκε

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai une quantité énorme de travail : pauvre de moi !

ραγίζει η καρδιά μου

(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère.

άντε ρε κακομοίρη

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

ο γλυκός μου, ο γλυκούλης μου

(affection)

μαλάκας, καριόλης

(vulgaire, vieilli : personne) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'ex-petit ami d'Elise est un trou du cul.
Ο πρώην της Έριν είναι μαλάκας.

σπασίκλας, φύτουκλας

(familier, péjoratif) (αργκό προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne peux pas croire qu'elle sorte avec ce pauvre type (or: blaireau) !
Δεν το πιστεύω ότι βγήκε μ' αυτόν τον σπασίκλα!

κακομοίρης, φουκαράς, δυστυχής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Regardez ces pauvres malheureux qui cherchent désespérément des colis de nourriture.
Κοίτα όλους αυτούς τους φουκαράδες, πως χτυπιούνται για ένα πακέτο φαγητό.

βλάκας, ηλίθιος

(péjoratif : homme)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Seul un couillon irait à la plage sans crème solaire.

σπασίκλας, φύτουλας

(familier) (υποτιμητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je ne veux pas traîner avec tes amis : ce sont tous de pauvres types.

υποβαθμισμένη περιοχή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non merci, je ne prendrai pas de pommes de terre ; je suis un régime pauvre en glucides. Elle essaie de suivre ce nouveau régime pauvre en glucides pour voir si ça l'aidera à perdre du poids.
Όχι πατάτες για εμένα, ευχαριστώ - είμαι σε δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες. Δοκιμάζει αυτή τη νέα χαμηλή σε υδατάνθρακες δίαιτα, για να δει αν θα την βοηθήσει να χάσει βάρος.

δίαιτα χαμηλή σε νάτριο

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce pauvre diable vit sous un pont près du parc.
Ο κακομοίρης μένει κάτω από μια γέφυρα κοντά στο πάρκο.

αξιολύπητος άνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrew est vraiment un pauvre garçon : son père le bat, sa mère est alcoolique, et en plus il n'a pas d'amis.

μαλάκας

(argot, vulgaire) (καθομ, χυδαίο, προσβλ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lisa pense que son patron est un trou du cul.
Η Λίζα νομίζει ότι το αφεντικό της είναι γαϊδούρι (or: γουρούνι).

σπασίκλας, σπασίκλα

(familier, péjoratif) (καθομ, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Τον Ράιαν τον πείραζαν γιατί ήταν σπασικλάκι όταν ήταν παιδί.

κακομοίρης, φουκαράς, μαύρος

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ce pauvre homme n'a vraiment pas eu de chance.

ελαφρύ γεύμα

nom masculin

φρικιό

(personne qui inspire le dégoût) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce sale type n'arrête pas de me regarder.
Αυτό το φρικιό συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα.

άχρηστος, άχρηστη

nom masculin (familier) (αποδοκιμασίας)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!

(affection) (τρυφερότητα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Regarde, le chat joue avec le bébé. Comme c'est mignon !

μπάσταρδος

(malchanceux : familier) (αργκό, προσβλητικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce pauvre diable me fait de la peine.

λεπτολόγος, λεπτολόγα

(familier, péjoratif)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αξιοθρήνητος

nom masculin (familier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άτυχη

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pauvre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του pauvre

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.