Τι σημαίνει το père στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης père στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του père στο Γαλλικά.

Η λέξη père στο Γαλλικά σημαίνει πατέρας, ο πατέρας, πατήρ, πατέρας, πατέρας, πρόγονος, πατέρας, Πατήρ, ο πρεσβύτερος, πάτερ, πατέρας, μπαμπάς, πατέρας, πρεσβύτερος, καθολικός παπάς, καθολικός ιερέας, Πατήρ, στέκομαι σαν πατέρας, παππούς, πατρότητα, αδερφός εξ' αγχιστείας, πατρότητα, πεθερός, προπαππούς, πατριός, προ-προπάππους, προ-προπάππος, παππούς, παππού, από τους ίδιους γονείς, ορφανός από πατέρα, Σιγά, πρώτοι άποικοι της Αμερικής, Άγιος Βασίλης, μπαμπούλας, Πάπας, λίστα επιθυμιών, μπαμπούλας, αυτός που μαστιγώνει, Πατέρας του Έθνους, ο Υιός του Θεού ο Μονογενής, Πάτερ ημών, Άγιος Βασίλης, Άγιος Βασίλης, οικογενειάρχης, παππούς από τη μεριά της μητέρας, εκκρεμές ρολόι δαπέδου, ανάδοχος πατέρας, συντηρητικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης père

πατέρας

nom masculin (γονιός αρσενικού γένους)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon père fête ses cinquante ans aujourd'hui.
Ο μπαμπάς μου είναι πενήντα χρονών σήμερα.

ο πατέρας

nom masculin (soutenu)

Père était un homme sévère.
Ο πατέρας ήταν ένα αυστηρός άνθρωπος.

πατήρ, πατέρας

(prêtre) (εκκλησία, θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le père McKenzie assurera la cérémonie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατήρ (or: πατέρας) Ιωάννης θα έρθει σε λίγο.

πατέρας

nom masculin (fondateur) (μεταφορικά: ιδρυτής)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les pères de la Constitution américaine étaient méfiants envers le gouvernement.
Οι πατέρες του Αμερικανικού Συντάγματος ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στην κυβέρνηση.

πρόγονος

nom masculin (ancêtre)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Nos pères sont arrivés dans ce pays il y a de nombreux siècles.
Οι πρόγονοί μας ήρθαν σε αυτή τη χώρα πριν από πολλούς αιώνες.

πατέρας

nom masculin (figuré : précurseur) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Freud est le père de la psychanalyse.
Ο Φρόυντ είναι ο πατέρας της ψυχανάλυσης.

Πατήρ

nom masculin (théologie : Dieu) (επίσημο)

Ô Père, ne me laissez pas souffrir !
Μη με αφήνεις να υποφέρω άλλο, Θεέ μου!

ο πρεσβύτερος

nom masculin

Walter père est professeur de lycée.

πάτερ

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πατέρας

(animaux) (για ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le géniteur du cheval est connu pour avoir remporté de nombreuses victoires.

μπαμπάς

(familier)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon frère est devenu papa pour la deuxième fois.

πατέρας

(familier, enfantin)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon papa est un chic type.

πρεσβύτερος

(abr anglaise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθολικός παπάς, καθολικός ιερέας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Πατήρ

nom masculin (Religion : Dieu)

στέκομαι σαν πατέρας

(συμπαραστέκομαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le directeur de l'orphelinat sert de père à tous les enfants placés sous sa responsabilité.
Ο διευθυντής του ορφανοτροφείου στέκεται σαν πατέρας στα παιδιά που έχει στη φροντίδα του.

παππούς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le grand-père d'Irène a toujours de la force pour son âge.
Ο παππούς της Αϊρίν είναι ακόμη πολύ δυνατός παρά την προχωρημένη ηλικία του.

πατρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδερφός εξ' αγχιστείας

(impropre mais courant)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πατρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πεθερός

nom masculin (père du conjoint)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon beau-père me traite comme sa propre fille.

προπαππούς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon arrière-grand-père s'est battu lors de la Première Guerre mondiale.

πατριός

nom masculin (nouveau conjoint du parent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mon beau-père n'a pas d'enfants biologiques.
Ο θετός μου πατέρας δεν έχει δικά του παιδιά.

προ-προπάππους, προ-προπάππος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παππούς

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παππού

interjection (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le jeune homme dit, "Grand-père, parle-moi de ta jeunesse."
Ο νεαρός είπε, «Παππού, μίλα μου για την παιδική σου ηλικία.»

από τους ίδιους γονείς

(Droit : frères, sœurs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'étaient quatre frères et sœurs germains.
Και τα τέσσερα αδέρφια τους έχουν τους ίδιους γονείς.

ορφανός από πατέρα

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Σιγά

(καθομ, εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ah ! Tu crois au Père Noël si tu penses qu'il te remboursera un jour !
Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ.

πρώτοι άποικοι της Αμερικής

nom masculin (Histoire américaine)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nous avons visité certains des endroits où les Pères pèlerins s'étaient établis.
Επισκεφθήκαμε κάποια από τα μέρη στα οποία εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής.

Άγιος Βασίλης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπαμπούλας

(France)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Πάπας

nom masculin

λίστα επιθυμιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαμπούλας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που μαστιγώνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πατέρας του Έθνους

nom masculin (Histoire américaine)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Les Pères fondateurs se retourneraient dans leur tombe s'ils savaient dans quel état pitoyable est leur pays.

ο Υιός του Θεού ο Μονογενής

nom masculin (χριστιανισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Πάτερ ημών

nom masculin invariable (prière) (προσευχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quand j'étais enfant, nous devions dire le Notre Père tous les matins, mais quasiment personne ne comprenait de quoi ça parlait.

Άγιος Βασίλης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ann a écrit une lettre au père Noël pour lui demander un nouveau vélo pour Noël.

Άγιος Βασίλης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le Père Noël passe par la cheminée pour distribuer des cadeaux aux enfants dans la nuit du 24 au 25 décembre.

οικογενειάρχης

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παππούς από τη μεριά της μητέρας

(surtout au pluriel) (επιλογή ανάλογα με το φύλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes grands-parents maternels étaient tous les deux italiens.

εκκρεμές ρολόι δαπέδου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανάδοχος πατέρας

συντηρητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του père στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του père

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.