Τι σημαίνει το permis στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης permis στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του permis στο Γαλλικά.

Η λέξη permis στο Γαλλικά σημαίνει επιτρέπω, δίνω την ευκαιρία, επιτρέπω, καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό, αφήνω περιθώριο για, διατηρώ, συντηρώ, επιτρέπω, επιτρέπω, επιτρέπω, ανέχομαι, επιτρέπω, άδεια, άδεια, επιτρεπτός, επιτρεπτός, επιτρεπτός, επιτρεπτός, άδεια οδήγησης, επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ, επιτρέπεται να κάνω κτ, δεν με παίρνει οικονομικά, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ, ενδίδω σε κτ, αστείο που χαλαρώνει τεταμένη ατμόσφαιρα, έχω την οικονομική δυνατότητα, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, τολμάω, τολμώ, έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια, κάνω, τα βγάζω πέρα, αδειοδοτώ, το επιτρέπω, αγοράζω, δίνω άδεια, προωθώ, ανοίγω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης permis

επιτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le couteau lui permit d'ouvrir le paquet.
Το μαχαίρι του έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξει το κουτί.

δίνω την ευκαιρία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ces nouveaux éléments permettent une nouvelle lecture du dossier.
Τα στοιχεία παρέχουν τη δυνατότητα να ρίξουμε μια νέα ματιά στην υπόθεση.

επιτρέπω

(Droit : autoriser)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette loi permet (or: habilite) la rétention du loyer en cas de non-résolution du problème par le propriétaire.

καθιστώ εφικτό, καθιστώ δυνατό

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une subvention de la Fondation XZY a permis de développer le programme de recherches.

αφήνω περιθώριο για

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous devons garder de la place pour permettre un agrandissement futur.

διατηρώ, συντηρώ

verbe transitif (la vie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'y a pas assez d'eau sur la lune pour permettre d'y vivre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στο μέλλον, ο πλανήτης μας δεν θα έχει αρκετούς πόρους για να θρέψει τον ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό.

επιτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ces bouches d'aération permettent l'évacuation des vapeurs nocives de l'atelier.

επιτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne permettrai pas ce langage grossier sous mon toit !
Δε θα επιτρέψω τέτοιου είδους λόγια μέσα στο σπίτι μου!

επιτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est permis (or: Il est autorisé) de fumer, mais seulement sur le balcon.
Το κάπνισμα επιτρέπεται, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.

ανέχομαι, επιτρέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'école ne permettra pas aux filles de porter des mini jupes.

άδεια

(de conduire, de chasse,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peter a un permis pour son pistolet.
Ο Πήτερ είχε άδεια για το όπλο του.

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vous devez avoir un permis pour vous garer ici.
Χρειάζεσαι άδεια για να παρκάρεις εδώ.

επιτρεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιτρεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce coup n'est pas permis dans ce jeu.
Αυτή η κίνηση δεν επιτρέπεται σε τούτο το παιχνίδι.

επιτρεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιτρεπτός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seuls deux bagages à main sont autorisés (or: permis).
Επιτρέπονται μόνο δύο χειραποσκευές.

άδεια οδήγησης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ça fait 15 ans que j'ai mon permis de conduire.
Έχω άδεια οδήγησης εδώ και 15 χρόνια.

επανασυνδέω κπ με κπ, επανενώνω κπ με κπ

επιτρέπεται να κάνω κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puis-je me permettre de vous appeler Marta ?
Μου επιτρέπεται να σας λέω Μάρτα; Δεν ήσουν εδώ όταν ήρθε ο σερβιτόρος και πήρα την πρωτοβουλία να παραγγείλω εγώ για σένα.

δεν με παίρνει οικονομικά

locution verbale (για κάτι ή να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

Tes parents vont-ils te permettre d'aller à la soirée ?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

έχω χρήματα για κτ, έχω αρκετά χρήματα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous ne pouvons pas nous payer (or: nous offrir) une grande maison.
Δεν έχουμε αρκετά χρήματα για μεγάλο σπίτι.

ενδίδω σε κτ

Je me permets habituellement un verre de vin au dîner. Mary s'offre un massage avant son importante présentation.

αστείο που χαλαρώνει τεταμένη ατμόσφαιρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La chute du professeur a détendu l'atmosphère pendant l'examen final.

έχω την οικονομική δυνατότητα

(να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depuis que je suis au chômage, je n'ai plus les moyens de partir en vacances.
Τώρα που είμαι άνεργος δεν έχω την οικονομική δυνατότητα να πάω διακοπές.

επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι γονείς της Λίζας της επέτρεψαν να πάει στο πάρτι.

τολμάω, τολμώ

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oserais-tu me dire quoi faire ?
Τολμάς να μου λες τι να κάνω;

έχω το περιθώριο, έχω την πολυτέλεια

verbe pronominal (να κάνω κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ne peut pas se permettre de la laisser dire du mal de lui.
Δεν τον παίρνει να την αφήνει να μιλάει άσχημα γι' αυτόν.

κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les parents de Sarah lui ont dit qu'elle ne pouvait pas aller à la soirée, mais elle y est allée quand même.
Ο γονείς της Σάρας της είπαν ότι δεν μπορεί να πάει στο πάρτυ, αλλά εκείνη παρόλα αυτά το έκανε. Δεν προλάβαινα να ρωτήσω το αφεντικό μου αν ήθελε να χειριστώ το πρόβλημα. Απλά το έκανα.

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
150 $ par semaine est assez pour t'aider à t'en sortir.
Εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα φτάνουν για να τα βγάλεις πέρα.

αδειοδοτώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement fédéral a autorisé la compagnie pétrolière à déverser des déchets toxiques dans les réserves d'eau.
Η πολιτειακή κυβέρνηση αδειοδότησε την πετρελαϊκή εταιρεία να αδειάσει τα τοξικά απόβλητα στον ταμιευτήρα.

το επιτρέπω

Je ferai ce travail dès que mon emploi du temps me le permettra. // Nous pourrions faire un pique-nique, si le temps le permet.

αγοράζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un million d'euros vous permettra d'acheter un bon buteur.
Με ένα εκατομμύριο ευρώ θα αγοράσουμε έναν καλό παίκτη.

δίνω άδεια

verbe transitif indirect

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le bureau de sécurité permit aux visiteurs de rentrer.

προωθώ

(Base-ball : à un coureur)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a permis au coureur d'avancer jusqu'au marbre grâce à un coup sûr.

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rampe d'accès a rendu la boutique accessible à tout un nouveau groupe de clients.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του permis στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του permis

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.