Τι σημαίνει το pointed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pointed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pointed στο Αγγλικά.
Η λέξη pointed στο Αγγλικά σημαίνει αιχμηρός, αιχμηρός, καυστικός, αιχμηρός, καυστικός, αιχμηρός, δείχνω, δείχνω, δείχνω, άκρη, αιχμή, σκοπός, στόχος, νόημα, κόμμα, θέμα, σημείο, χαρακτηριστικό, σημάδι, σημαδάκι, σημείο, μέρος, σημείο, σημείο, πόντος, εκατοστιαία μονάδα, μονάδα, σημείο, πρίζα, ακρωτήριο, διακλάδωση, κατευθύνομαι, βλέπω, κοιτάζω, σημαδεύω, σκοπεύω, δείχνω, υποδεικνύω, σημαδεύω, κάνω αρμολόγηση, κατευθύνω, κάνω αιχμηρό, μυτερό καπέλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pointed
αιχμηρόςadjective (with a sharp tip) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adam uses the tip of a pointed knife to check whether the potatoes are ready. Ο Άνταμ χρησιμοποιεί τη μύτη ενός αιχμηρού μαχαιριού για να ελέγξει αν οι πατάτες είναι έτοιμες. |
αιχμηρός, καυστικόςadjective (figurative (sharp, cutting) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Some people don't appreciate Emma's pointed wit. Μερικοί δεν εκτιμούν το αιχμηρό πνεύμα της Έμμα. |
αιχμηρός, καυστικόςadjective (figurative (remark: sharply critical) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ben made a pointed remark about people who expect everything done for them. Ο Μπεν έκανε ένα αιχμηρό σχόλιο για τους ανθρώπους που περιμένουν τα πάντα στο χέρι. |
αιχμηρόςadjective (figurative (meaningful) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Realizing that Glenn was about to spill their secret, Shirley gave him a pointed look. |
δείχνωintransitive verb (indicate [sth], esp. with finger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She pointed to show where we should stand. Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε. |
δείχνω(indicate, esp. with finger) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The little boy pointed at the sky, following a plane with his finger. Το μικρό αγόρι έδειξε προς τον ουρανό, ακολουθώντας ένα αεροπλάνο με το δάχτυλό του. |
δείχνω(figurative (suggest, indicate) (μεταφορικά: ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All the signs point to Smith being the murderer. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος. |
άκρη, αιχμήnoun (tip) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There's a sharp point on this pencil. Αυτό το μολύβι έχει μυτερή μύτη. |
σκοπός, στόχοςnoun (objective) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We mustn't forget the point of the exercise. Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης. |
νόημαnoun (reason, significance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I didn't grasp the point of what he was saying. Δεν έπιασα το νόημα των όσων έλεγε. |
κόμμαnoun (mathematics: decimal point) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The value of pi is about three point one four. Η τιμή του π είναι τρία και δεκατέσσερα. |
θέμαnoun (detail) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My speech is divided into three points. Ο λόγος μου χωρίζεται σε τρία θέματα. |
σημείο, χαρακτηριστικόnoun (characteristic) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Plot is not the film's strong point. Η πλοκή δεν είναι το δυνατό σημείο (or: χαρακτηριστικό) αυτού του έργου. |
σημάδι, σημαδάκιnoun (UK (dot) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Finally, the travellers saw a point of light in the distance. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το μολύβι έπεσε και άφησε ένα σημαδάκι στο πάτωμα. |
σημείοnoun (degree, level) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The water reached boiling point. |
μέροςnoun (geography: location) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) This train serves Birmingham and all points south. |
σημείοnoun (intersection) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The line cuts the circle at two separate points. Η γραμμή τέμνει τον κύκλο σε δύο διαφορετικά σημεία. |
σημείοnoun (moment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) At that point I realized the danger of the situation. Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
πόντοςnoun (score) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The highest possible score in darts is 180 points. |
εκατοστιαία μονάδαnoun (finance: hundredth of a cent) The dollar fell by eighty points against the yen. |
μονάδαnoun (finance: index measure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Dow Jones lost thirty-two points today. |
σημείοnoun (printing: 1/72 inch) (μέγεθος γραμματοσειράς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The main text should be twelve point; titles should be sixteen point. |
πρίζαnoun (outlet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There aren't enough power points for all our equipment. Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό. |
ακρωτήριοnoun (geography: headland) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Every morning, Nancy rows around the point and back again. |
διακλάδωσηplural noun (UK (railway junction) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Points allow the train to pass from one track to another. |
κατευθύνομαιintransitive verb (tend towards a given direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The road points southerly. |
βλέπω, κοιτάζωintransitive verb (face a given direction) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Their house points towards the sea. Το σπίτι βλέπει τη θάλασσα. |
σημαδεύω, σκοπεύωintransitive verb (gun, camera: aim) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lift the gun, point and fire. |
δείχνω, υποδεικνύω(show, indicate [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The survey points to his deep unpopularity. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους. |
σημαδεύωtransitive verb (aim) (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Don't point that knife at me. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι έτοιμος να στρέψω το όπλο μου εναντίον όποιου μου επιτεθεί. |
κάνω αρμολόγησηtransitive verb (fill gaps in mortar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He has pointed all the brickwork. |
κατευθύνωtransitive verb (direct) (κάποιον σε/προς κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She pointed us to the door. Μας έδειξε την πόρτα. |
κάνω αιχμηρόtransitive verb (sharpen) Could you point this pencil, please? Μπορείς, σε παρακαλώ να ξύσεις το μολύβι; |
μυτερό καπέλοnoun (tall headwear with pointy tip) She dressed as a witch for Halloween, in a black dress and pointed hat. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pointed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του pointed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.