Τι σημαίνει το position στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης position στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του position στο Γαλλικά.
Η λέξη position στο Γαλλικά σημαίνει θέση, θέση, θέση, στάση, θέση, ποζισιόν, θέση, θέση, άποψη, οπτική γωνία, βάση, θέση, θέση, στάση, αγορά, θέση, ρύθμιση, νομική κατάσταση, στάση, θέση, διαμόρφωση, στάση, στο στοιχείο μου, στάση, μειονέκτημα, στάση, με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, κουνιέμαι, θέση, με ταξική συνείδηση, σε μειονεκτική θέση, σε ετοιμότητα, προτελευταίος, προεπιλογή, αξίωμα φυλάρχου, ιεραποστολική στάση, ενοχλητική κατάσταση, στάση του λωτού, δήλωση, αναφορά, σκληρότερη τοποθέτηση, πλεονεκτική θέση, θέση στην εταιρεία, αναποφάσιστος, ηγετική θέση, θέση στην αγορά, ηθική ανωτερότητα, ηθική υπεροψία, επίσημη γραμμή, pole position, θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα, χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή, εκφράζω την άποψή μου, μονοπωλώ την αγορά, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, στην εκατοστή θέση, όρθια στάση, τριγωνοποίηση, πολλά υποσχόμενος, χαμηλή θέση, pole position, παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, το ξανασκέφτομαι, τέταρτος, ένατος, έβδομος, τριακοστός, όγδοος, βαθύ κάθισμα, σκληροπυρηνική στάση, δεν παίρνω θέση, μικρά φώτα, πρώτος, η πρώτη θέση, ανοιχτό ακόρντο, είμαι σε θέση να κάνω κτ, αντιτίθεμαι σε κπ/κτ, τοποθετώ το μπαστούνι για να χτυπήσω το μπαλάκι του γκολφ, κάνω πατ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης position
θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) De sa position sur l'échelle, Henry pouvait voir au loin. Από τη θέση του στη σκάλα, ο Χένρι μπορούσε να δει μακριά. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George a clairement exposé sa position. Ο Γιώργος ξεκαθάρισε τη θέση του. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Troy utilise sa position pour s'enrichir personnellement. Ο Τρόι χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος. |
στάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son corps était dans une position inconfortable. |
θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gary bougea son pion vers une position favorable. |
ποζισιόνnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les danseurs revinrent en première position. |
θέσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le vote laisse certains législateurs dans une position (or: situation) étrange. |
θέση, άποψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Daphne n'était pas du tout d'accord avec le point de vue d'Evelyn sur la question. Η Δάφνη καθόλου δε συμφωνούσε με την θέση της Έβελυν για το θέμα. |
οπτική γωνίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) De sa position, Dave pouvait voir tous ceux qui s'approchaient de la maison. |
βάσηnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand elle est entrée à l'université, Jess avait du mal à obtenir sa place professionnellement. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous nous sommes bientôt retrouvés perdus dans les rues sombres, n'ayant aucune idée de notre position. Σύντομα χαθήκαμε στους σκοτεινούς δρόμους χωρίς να έχουμε ιδέα που βρισκόμασταν. |
θέση, στάσηnom féminin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La position du professeur sur le problème est très claire. Η θέση (or: στάση) του καθηγητή σε αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη. |
αγοράnom féminin (finance) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les traders d'actions ont pris une grosse position. |
θέση(hiérarchie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est un homme très important. Il occupe une position élevée au sein de l'entreprise. |
ρύθμισηnom féminin (de réglage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La position du thermostat était trop basse, alors elle l'a changée. |
νομική κατάστασηnom féminin Nous ne sommes pas sûrs de la position de notre réclamation. Δεν είμαστε σίγουροι για τη νομική κατάσταση της αίτησής μας. |
στάση(σώματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rick attendait au coin, dans une posture détendue. Ο Ρικ περίμενε στη γωνία, και η στάση του σώματός του χαλαρή. |
θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαμόρφωση(terrain) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est important de se familiariser avec la configuration du terrain. Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής. |
στάσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mauvaise posture de Robert était due à une scoliose. |
στο στοιχείο μου(Psychologie surtout) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στάσηnom féminin (μτφ: συμπεριφορά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'entreprise veut développer une attitude commerciale plus agressive. |
μειονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος(Sports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουνιέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bébé n'a pas bougé de toute la nuit. |
θέσηadjectif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με ταξική συνείδησηadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε μειονεκτική θέση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Θα είσαι σε μειονεκτική θέση αν δεν ξέρεις μια άλλη γλώσσα. |
σε ετοιμότηταlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les athlètes étaient en position sur la ligne de départ, prêts pour le début de la course. |
προτελευταίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve est arrivé avant-dernier de la course. |
προεπιλογή(Informatique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aimerais-tu que ces paramètres fassent office de valeur par défaut à la création d'un nouveau document ? Θέλεις αυτές οι ρυθμίσεις να αποτελούν προεπιλογή για όλα τα νέα έγγραφα; |
αξίωμα φυλάρχουnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιεραποστολική στάσηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La plupart de mammifères pratiquent la saillie par l'arrière, alors que les humains préfèrent la position du missionnaire. |
ενοχλητική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στάση του λωτούnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai appris la position du lotus au cours de yoga. La méditation se pratique souvent assis en position du lotus. Έμαθα τη στάση του λωτού στο μάθημα της γιόγκας. Ο διαλογισμός συχνά γίνεται στη στάση του λωτού. |
δήλωση, αναφορά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Selon cet argumentaire, l'économie américaine s'effondrera si le gouvernement n'intervient pas. |
σκληρότερη τοποθέτησηlocution verbale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gouvernement a durci sa position contre ceux qui ne payent pas leurs impôts. |
πλεονεκτική θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέση στην εταιρείαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναποφάσιστοςnom féminin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ηγετική θέσηnom féminin Le chiffre de nos ventes du premier trimestre confirme notre position de leader sur le marché. |
θέση στην αγοράnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηθική ανωτερότηταnom féminin |
ηθική υπεροψίαnom féminin (αποδοκιμασίας) On lui reproche sa position moralisatrice face à l'avortement. |
επίσημη γραμμήnom féminin (μεταφορικά) |
pole positionnom féminin (anglicisme) (σε αγώνα αυτοκινήτων) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα(Politique) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφήnom féminin (Danse) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκφράζω την άποψή μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous devez choisir entre prendre position ou taire vos opinions. |
μονοπωλώ την αγορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
στην εκατοστή θέση(position) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όρθια στάση
Il est mieux d'être en position debout pour travailler qu'être en position assise. Η όρθια στάση ενώ δουλεύεις είναι καλύτερη από το να κάθεσαι. |
τριγωνοποίησηnom féminin (Politique) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πολλά υποσχόμενος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ce jeune pilote de Formule 1 semble être un bon espoir pour la prochaine saison. |
χαμηλή θέσηnom féminin |
pole positionnom féminin |
παίρνω θέση ενάντια σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allez-vous prendre position contre la répression du gouvernement à l'encontre des médias ? |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός(με κάτι, σε κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
το ξανασκέφτομαι
Je vous prie de bien vouloir revenir sur votre décision et de nous aider à financer notre nouveau spectacle. |
τέταρτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ron a fini quatrième de la course. Ο Ρον ήρθε τέταρτος στον αγώνα. |
ένατος(course,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a fini neuvième sur 20. Τέλειωσε ένατη στους είκοσι. |
έβδομος(rang) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ήρθαμε έβδομοι ανάμεσα σε 20 αγωνιζόμενους. |
τριακοστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όγδοος(rang, position) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cindy s'en est bien sortie : elle a terminé huitième sur soixante coureurs. |
βαθύ κάθισμα(κατά λέξη, γυμναστική) Ben s'est mis en position accroupie derrière la haie pour ne pas qu'on le voie. Ο Μπεν έκανε ένα βαθύ κάθισμα πίσω από το φράχτη για να μην τον δουν. |
σκληροπυρηνική στάσηnom féminin |
δεν παίρνω θέση(για κάποιο θέμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le sénateur avait une position ambiguë sur la question. Ο γερουσιαστής δεν πήρε θέση στο ερώτημα. |
μικρά φώταnom masculin (voiture) (αυτοκινήτου) Utilise les feux de position quand tu t'approches d'une autre voiture. |
πρώτος(rang) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
η πρώτη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ben ne s'était pas entraîné pour la course et il s'attendait donc pas à prendre la tête (or: à être en tête). |
ανοιχτό ακόρντοnom féminin (Musique) |
είμαι σε θέση να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'investisseur était en position de faire fortune avec le contrat. |
αντιτίθεμαι σε κπ/κτ
|
τοποθετώ το μπαστούνι για να χτυπήσω το μπαλάκι του γκολφlocution verbale (Golf) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Un golfeur doit d'abord se mettre en position initiale par rapport à la balle. |
κάνω πατlocution verbale (Échecs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le joueur a mis le roi de son adversaire en position de pat. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του position στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του position
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.