Τι σημαίνει το prémio στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prémio στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prémio στο πορτογαλικά.

Η λέξη prémio στο πορτογαλικά σημαίνει βραβείο, ασφάλιστρο, βραβείο, έπαθλο, έπαθλο, βραβείο, βραβείο λοταρίας, χρηματικό έπαθλο, διαφορά, βραβείο, βραβείο, έπαθλο, λαχείο, αποζημίωση, δώρο, δωράκι, βραβείο, έπαθλο, ποτ, pot, ποντάρισμα, σούπερ, αμοιβή, αποζημίωση, επιβράβευση, ανταμοιβή, προσφορά, τρόπαιο, χρηματική ανταμοιβή, χρηματική επιβράβευση, σπάνια, δυσεύρετα, τζάκποτ, έπαθλο παρηγοριάς, πρώτη θέση, βραβείο Νόμπελ, βραβείο Νόμπελ, χρηματικό έπαθλο, γκραν πρι, πρώτο βραβείο, προμήθεια, παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο, γκραν πρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prémio

βραβείο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ela ganhou um prêmio no concurso de História.
Κέρδισε βραβείο στον διαγωνισμό Ιστορίας.

ασφάλιστρο

(BRA) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se você não pagar seu prêmio a tempo, o seu seguro pode ser invalidado.
Αν δεν πληρώσεις τα ασφάλιστρά σου εγκαίρως, η ασφάλειά σου ίσως να μην είναι σε ισχύ.

βραβείο, έπαθλο

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O vencedor dessa competição receberá um prêmio de 500 libras.
Ο νικητής του διαγωνισμού αυτού θα λάβει ως βραβείο 500 λίρες.

έπαθλο, βραβείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βραβείο λοταρίας

substantivo masculino (de rifa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χρηματικό έπαθλο

substantivo masculino (em dinheiro)

διαφορά

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert e Patrick tiveram que pagar um prêmio para fazer um upgrade no seu quarto de hotel.
Ο Ρόμπερτ και ο Πάτρικ έπρεπε να πληρώσουν τη διαφορά για να αναβαθμίσουν το δωμάτιο του ξενοδοχείου τους.

βραβείο

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βραβείο, έπαθλο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O filhote espera um prêmio quando faz um truque.
Το κουτάβι περιμένει να λάβει κάποια ανταμοιβή όταν κάνει ένα κόλπο.

λαχείο

substantivo masculino (sorteio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποζημίωση

(BRA: seguro) (από ασφαλιστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δώρο, δωράκι

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O professor gentil deu aos estudantes alguns adesivos como prêmio.
Η καλή δασκάλα έδωσε στους μαθητές αυτοκόλλητα ως επιβράβευση.

βραβείο, έπαθλο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Os boxeadores lutavam por um prêmio de dois milhões de dólares.

ποτ, pot

substantivo masculino (em jogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Victoria ganhou o jogo e pediu o prêmio.

ποντάρισμα

substantivo masculino (de corrida)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Johnny esperava ganhar o prêmio.

σούπερ

(BRA)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Peter sempre coloca gasolina premium no tanque.

αμοιβή, αποζημίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele trabalha dura para pouca recompensa.
Δουλεύει σκληρά και η ανταμοιβή είναι μικρή.

επιβράβευση, ανταμοιβή

(για κάτι που έκανα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foi oferecida uma recompensa valiosa ao vencedor do concurso.
Έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού και ως επιβράβευση χαλάρωσα με μια κούπα τσάι και ένα μπισκότο σοκολάτα.

προσφορά

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρόπαιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O escritório dele está cheio de cabeças de animais empalhadas - troféus de seus safaris.
Οι τοίχοι στο γραφείο του είναι γεμάτοι με ταριχευμένες κεφαλές ζώων, τρόπαια από το κυνήγι του στην Αφρική.

χρηματική ανταμοιβή, χρηματική επιβράβευση

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπάνια, δυσεύρετα

locução adverbial (escasso, valioso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

τζάκποτ

(jogo)

έπαθλο παρηγοριάς

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρώτη θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βραβείο Νόμπελ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βραβείο Νόμπελ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρηματικό έπαθλο

γκραν πρι

(competição de corrida de Fórmula 1)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρώτο βραβείο

(primeiro ou maior prêmio ganho)

προμήθεια

substantivo masculino (κέρδος πωλητή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παιχνίδι, στο οποίο διαλέγεις τυχαία κάποιο δώρο από έναν σάκο

substantivo masculino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γκραν πρι

(título de uma grande competição)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prémio στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.