Τι σημαίνει το conseguir στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conseguir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conseguir στο πορτογαλικά.

Η λέξη conseguir στο πορτογαλικά σημαίνει παίρνω, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, παίρνω, υποστηρίζω, καταφέρνω, πετυχαίνω, επιτυγχάνω σε κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, καταφέρνω να κάνω κτ, τα καταφέρνω, κερδίζω, παίρνω, προμηθεύομαι, τα καταφέρνω, πετυχαίνω, αποκτώ, αποσπώ, εκμαιεύω, μπορώ, εκμαιεύω κτ από κτ, μπορώ, σημειώνω επιτυχία, φτάνω κάπου, παίρνω, τα βγάζω πέρα με κτ, καταλήγω, δεν μπορώ, τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα, έχω το πάνω χέρι, βρίσκω πάτημα για το πόδι μου, κάνω κπ να με προσέξει, γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω καλύτερα, πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ, αποτυγχάνω, πάω για κτ, πηγαίνω για κτ, αναπόφευκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conseguir

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos conseguir uma cerveja em algum lugar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου.

έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu vou conseguir ir a Paris neste verão.
Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι.

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu consegui um A em Espanhol.

υποστηρίζω

verbo transitivo (μεταφορικά: ρούχα, στυλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nem todos podem vestir um chapéu vermelho com sapatos roxos, mas você realmente consegue com estilo.
Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ.

καταφέρνω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτυγχάνω σε κτ

verbo transitivo

καταφέρνω να κάνω κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O trânsito estava horrível hoje! Estou impressionado que eu consegui chegar no trabalho na hora.
Είχε τρελή κίνηση σήμερα! Εκπλήσσομαι που κατάφερα να πάω στην ώρα μου στη δουλειά.

καταφέρνω να κάνω κτ

verbo transitivo (coloquial) (ανεπίσημο, σαρκαστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu consegui tropeça nos meus pés e cair da escada.
Κατάφερα (or: Τα κατάφερα) να μπερδέψω τα πόδια μου και να πέσω από τη σκάλα.

τα καταφέρνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu achava que o projeto era muito difícil para mim, mas consegui.

κερδίζω

verbo transitivo (obter) (κάτι επιθυμητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele conseguiu sua promoção pelo trabalho duro.
Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά.

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode me dizer onde consigo um relógio como o seu? Você precisa conseguir uma cópia da certidão de nascimento dele.
Μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω ένα ρολόι σαν το δικό σου; Χρειάζεται να πάρεις ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του.

προμηθεύομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Από πού μπορούμε να προμηθευτούμε καλό επιφανειακό χώμα;

τα καταφέρνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Depois de fazer a inscrição dez vezes, finalmente consegui uma carta de admissão.

πετυχαίνω

verbo transitivo (ganhar) (μτφ: κερδίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa dele conseguiu um grande contrato com o governo.
Η εταιρεία πέτυχε ένα μεγάλο συμβόλαιο με την κυβέρνηση.

αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Após quatro anos em Oxford, Lisa obteve um doutorado.
Μετά από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Λίζα πήρε διδακτορικό.

αποσπώ, εκμαιεύω

(informações, respostas) (έμμεσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor ajude se for capaz.
Παρακαλείσθε να βοηθήσετε εάν έχετε τη δυνατότητα..

εκμαιεύω κτ από κτ

A professora tentou extrair a resposta certa dos alunos.

μπορώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As únicas pessoas capazes de comprarem uma casa nessa área são milionários.
Οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σπίτι σε αυτή την περιοχή είναι οι εκατομμυριούχοι.

σημειώνω επιτυχία

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτάνω κάπου

(figurado) (μεταφορικά)

παίρνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele ganhou milhares de dólares no cassino.

τα βγάζω πέρα με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casal de velhos aprendeu a virar-se com sua pequena renda da aposentadoria.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι είχε μάθει να τα βγάζει πέρα με την πενιχρή σύνταξή του.

καταλήγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν και είχαν διαφορετικές απόψεις, ο Τζον και η Σάλι κατέληξαν σε συμφωνία.

δεν μπορώ

(contração de cannot)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu não posso ouvir a campainha quando estou no quarto dos fundos.
Όταν είμαι στο πίσω δωμάτιο δεν μπορώ να ακούσω το κουδούνι.

τραβάω την προσοχή, τραβάω το βλέμμα

(ser notável)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω το πάνω χέρι

locução verbal (obter vantagem sobre alguém)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βρίσκω πάτημα για το πόδι μου

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Depois de cair até a metade, ele conseguiu um apoio para o pé e começou a escalar de novo.

κάνω κπ να με προσέξει

expressão verbal (ser notado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γίνεται το δικό μου, περνάει το δικό μου

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα

(lidar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entre impostos e o alto custo de vida eu mal ganho para conseguir sobreviver.
Με τους φόρους και το υψηλό κόστος ζωής, μετά βίας τα καταφέρνω.

τα καταφέρνω καλύτερα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Você viu o namorado dela? Eu realmente acho que ela consegue algo melhor.

πιέζω τον εαυτό μου για να κάνω κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτυγχάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πάω για κτ, πηγαίνω για κτ

locução verbal (καθομιλουμένη)

Ele vai tentar conseguir a medalha de ouro.
Αυτός ο αθλητής πηγαίνει για το χρυσό μετάλλιο.

αναπόφευκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conseguir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του conseguir

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.