Τι σημαίνει το proud στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης proud στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proud στο Αγγλικά.

Η λέξη proud στο Αγγλικά σημαίνει περήφανος, περήφανος, περήφανος για τον εαυτό μου, περήφανος για κπ, περήφανος, υπερήφανος, τιμητικός, αυτάρεσκος, που προεξέχει, προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας, προκαλεί αίσθημα περηφάνιας, επιβλητικός, καμαρώνω για το σπίτι μου, κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο, στιγμή περηφάνειας, προεξέχω, υπερόπτης, αλαζόνας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης proud

περήφανος

adjective (pleased, satisfied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You've done so well in school this semester; I'm so proud.

περήφανος

(feeling pleased, satisfied with [sth]) (για κάτι/κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ralph was proud of his success.
Ο Ραλφ ήταν περήφανος για την επιτυχία της.

περήφανος για τον εαυτό μου

adjective (self-satisfied)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You have achieved such good grades this term; you should be proud of yourself.

περήφανος για κπ

(happy with [sb] else's achievements)

I am proud of my daughter for finishing her first marathon.

περήφανος, υπερήφανος

adjective (showing pride)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The camera captured her father's proud smile as she collected her trophy.
Η κάμερα κατέγραψε το γεμάτο περηφάνια χαμόγελο του πατέρα της ενώ εκείνη παραλάμβανε το έπαθλό της.

τιμητικός

adjective (honouring [sth], [sb])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The war memorial is a proud monument.
Το μνημείο πεσόντων πολέμου είναι ένα τιμητικό μνημείο.

αυτάρεσκος

adjective (haughty, smug) (αυτοθαυμασμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nobody liked Nick's proud smirk.
Σε κανέναν δεν αρέσει το αλαζονικό χαμόγελο του Νικ.

που προεξέχει

adjective (UK (jutting out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hugh is known for his proud chin.
Ο Χιού είναι γνωστός για το προεξέχον πηγούνι του.

προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας, προκαλεί αίσθημα περηφάνιας

adjective (arousing pride)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The national anthem is a proud song.
Ο εθνικός ύμνος είναι ένα τραγούδι που προκαλεί αίσθημα υπερηφάνειας.

επιβλητικός

adjective (imposing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The proud bank building towered over the street.

καμαρώνω για το σπίτι μου

adjective (attentive to appearance and upkeep of one's home)

κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο

verbal expression (cause [sb] to feel pride)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your performance at the concert made me proud.

στιγμή περηφάνειας

noun (moment when pride is felt)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It was a proud moment for them when their son received his degree.

προεξέχω

(jut out)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερόπτης, αλαζόνας

adjective (arrogant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is too proud to admit he made a mistake.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proud στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του proud

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.