Τι σημαίνει το ranging στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ranging στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ranging στο Αγγλικά.

Η λέξη ranging στο Αγγλικά σημαίνει κυμαίνομαι, εύρος, φάσμα, οροσειρά, εμβέλεια, είδος ηλεκτρικής κουζίνας, έκταση, γκάμα, εύρος, πεδίο, επιλογή, ποικιλία, φάσμα, βεληνεκές, σκοπευτήριο, βοσκοτόπι, λιβάδι, αυτονομία, έκταση, όρια, βιότοπος, περιπλανώμαι, εκτείνομαι, κυμαίνομαι από κτ σε κτ, καλύπτω το φάσμα από... μέχρι, εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ, κατατάσσω, ταξινομώ, ηλικιακό εύρος, εξ επαφής, κοντινός, χώρος εξάσκησης, σκοπευτήριο, εύρος διακύμανσης, εύρος εστίασης, ελευθέρας βοσκής, ελευθέρας βοσκής, αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής, κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο, σκοπευτήριο, περιοχή ενδημίας, στο βεληνεκές, κοντά σε κτ, εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας, απορροφητήρας, μεγάλη απόσταση, μεγάλων αποστάσεων, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμο σχέδιο, μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, περιοχή μετρήσεων, οροσειρά, εκτός εμβέλειας, εκτός εμβέλειας, κυμαίνομαι, γκάμα προϊόντων, ποικιλία προϊόντων, μεγάλη κουζίνα με πολλές θέσεις μαγειρέματος και φούρνους, απορροφητήρας, οπτικό πεδίο, τηλέμετρο, μισθολογική κλίμακα, σκοπευτήριο, μικρού βεληνεκούς, μικρής εμβέλειας, παλιρροϊκό εύρος, πολυτελής, ορατότητα, έκταση φωνής, ευρεία γκάμα, ευρεία γκάμα, εντός περιορισμένου εύρους, σε ακτίνα ακοής, σε μικρή εμβέλεια, σε μικρή εμβέλεια, εύρος λειτουργίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ranging

κυμαίνομαι

intransitive verb (vary within limits)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The possible values range from five to fifty.
Οι πιθανές τιμές κυμαίνονται από πέντε έως πενήντα.

εύρος, φάσμα

noun (limits)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The range of acceptable values is from four to eleven.
Το εύρος (or: φάσμα) των αποδεκτών τιμών είναι από τέσσερα έως έντεκα.

οροσειρά

noun (mountains)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a pass through the mountain range a few kilometres north of here.
Υπάρχει μια διάβαση της οροσειράς μερικά χιλιόμετρα βόρεια από εδώ.

εμβέλεια

noun (reach) (πρόσβαση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I think our mobile phones are out of range of the nearest radio tower.
Νομίζω ότι τα κινητά μας είναι εκτός εμβέλειας από τον κοντινότερο αναμεταδότη.

είδος ηλεκτρικής κουζίνας

noun (stove)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
She cooked the meat on the range instead of using the oven.

έκταση, γκάμα

noun (extension)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The range of the collection covered several centuries of paintings.
Η έκταση (or: γκάμα) της συλλογής κάλυπτε πίνακες πολλών αιώνων.

εύρος

noun (amplitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Statistics can measure the range from smallest to largest, and determine the average.

πεδίο

noun (capability, scope)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Inside the hiding place, he had a limited range of vision.
Μέσα από την κρυψώνα είχε περιορισμένο οπτικό πεδίο.

επιλογή, ποικιλία

noun (variety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They have a nice range of cheeses at the store.

φάσμα

noun (gamut)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The music on that radio station ran the range from country to hip hop.

βεληνεκές

noun (reach of a weapon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This artillery piece has a range of six miles.

σκοπευτήριο

noun (shooting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We went to the range to practise shooting our guns.

βοσκοτόπι, λιβάδι

noun (pasture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cows prefer to eat the grass on the range instead of in the barn.

αυτονομία

noun (aircraft, vehicle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This plane has a range of one thousand miles. Any further will require more fuel.

έκταση

noun (voice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The opera singer's voice had a range of three octaves.

όρια

noun (class, order)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
This novel is in the range of literature, rather than popular fiction.

βιότοπος

noun (habitat of species)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The range of the elephant is over much of Asia and Africa.

περιπλανώμαι

intransitive verb (wander)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A wild animal will often range for the entire dry season.

εκτείνομαι

intransitive verb (extend)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The defensive bunkers ranged along the ridge.

κυμαίνομαι από κτ σε κτ

(vary)

His reactions ranged from anger to happiness.

καλύπτω το φάσμα από... μέχρι

(span [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The age of the audience members ranged from young to quite elderly.

εκτείνομαι από κτ μέχρι κτ

(cover a variety of subjects)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The discussion ranged over topics from medieval skin complaints to the effects of technology on modern life.

κατατάσσω, ταξινομώ

transitive verb (arrange people, things)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should range the specimens from smallest to largest.

ηλικιακό εύρος

noun (span of ages)

εξ επαφής

adverb (from near the target) (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Despite security checks, the assassin managed to smuggle a pistol into the press conference, and shot the President from close range.

κοντινός

adjective (figurative (position: close-up)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a close-range shot and there was no way the police officer could miss.
Ήταν μια κοντινή βολή, ο αστυνόμος ήταν αδύνατον να αστοχήσει.

χώρος εξάσκησης

noun (golf practice area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tony was out on the driving range practising his golf swing.

σκοπευτήριο

noun (venue for shooting practice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can practice shooting at the firing range.

εύρος διακύμανσης

noun (spectrum)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εύρος εστίασης

noun (of camera lens) (οπτική, φακός)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελευθέρας βοσκής

adjective (farm animal: roaming freely)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Free-range chickens are not kept in small cages.

ελευθέρας βοσκής

adjective (produce: from free-range animals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eggs generally cost more if they're free range.
Τα αυγά ελευθέρας βοσκής γενικά στοιχίζουν περισσότερο.

αβγό από κότα ελευθέρας βοσκής

noun (from chickens not kept in cages)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κουζίνα με γκάζι, κουζίνα με αέριο

noun (cooking stove that runs on gas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At home I have an electric oven and a gas range.

σκοπευτήριο

noun (place used for rifle practice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή ενδημίας

noun (area where an animal usually lives)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στο βεληνεκές

adverb (within a gun's sights)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When the enemy came in range we waited for the order to open fire.

κοντά σε κτ

(US (close to doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After years of study, I'm finally in range of graduating.

εξοπλισμός κουζίνας, συσκευές κουζίνας

noun (cooker with oven and hob)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My stainless steel kitchen range is the centrepiece of my kitchen.

απορροφητήρας

noun (cooker: vent)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Grease from frying builds up and hardens on kitchen range hoods.

μεγάλη απόσταση

noun (considerable distance)

The device allows the police to convey important messages over a long range in a noisy environment.

μεγάλων αποστάσεων

noun as adjective (covering a considerable distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Long-range jets can fly non-stop across the Pacific.

μακροπρόθεσμος

noun as adjective (figurative (into the future)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Right now I am focused on my studies, but my long-range ambition is to get a great job and start a family.

μακροπρόθεσμο σχέδιο

noun (figurative (plan for distant future)

Our long-range plan calls for building three new facilities in the next twenty years.

μακροπρόθεσμος σχεδιασμός

noun (figurative (for distant future)

Senior managers use long-range planning to further the company's mission.

περιοχή μετρήσεων

noun (scale, limits)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οροσειρά

noun (series or chain of mountains)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Andes are the longest mountain range in the world.

εκτός εμβέλειας

adjective (too far away)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The deer were out of range, and the hunters could not shoot them.

εκτός εμβέλειας

adverb (too far away)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The enemy had moved out of range.

κυμαίνομαι

noun (scale of prices)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The price range of real estate varies from 4,500 to 8,000 euros per square metre.
Οι τιμές των ακινήτων κυμαίνονται από 4.500 ως 8.000 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο.

γκάμα προϊόντων, ποικιλία προϊόντων

noun (variety of merchandise within a brand)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεγάλη κουζίνα με πολλές θέσεις μαγειρέματος και φούρνους

noun (UK (kitchen equipment: stove)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απορροφητήρας

noun (US (vent for steam from a cooker)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οπτικό πεδίο

noun (field of view)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The army set up camp just beyond the enemy's range of vision. The car came toward me from the left, just outside my range of vision.
Το αυτοκίνητο ήρθε κατά πάνω μου από τα αριστερά, λίγο έξω από το οπτικό μου πεδίο.

τηλέμετρο

noun (gun, camera: distance-measuring device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μισθολογική κλίμακα

noun (pay scale) (εύρος μισθολογίου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκοπευτήριο

noun (place for practising with guns)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He practices at the shooting range at least once a week.

μικρού βεληνεκούς

noun (limited distance)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μικρής εμβέλειας

noun as adjective (covering a limited distance) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παλιρροϊκό εύρος

noun (height variation between high and low tide)

πολυτελής

adjective (de luxe, expensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ορατότητα

noun (distance at which [sth] is visible)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fog has reduced visibility to less than 150 metres.

έκταση φωνής

noun (variety of notes that can be sung)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευρεία γκάμα

noun (large area)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This electronic tag allows animals to be tracked over a wide range.

ευρεία γκάμα

noun (great variety)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The company offers a wide range of services to customers.
Η εταιρεία παρέχει μια ευρεία γκάμα υπηρεσιών στους πελάτες.

εντός περιορισμένου εύρους

expression (from a restricted selection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ακτίνα ακοής

adverb (closely enough to be heard)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She insulted me in a loud enough voice that everyone within hearing range turned to look.

σε μικρή εμβέλεια

adverb (closely enough)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The car went through the mud, splashing everyone within range.

σε μικρή εμβέλεια

preposition (closely enough to)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't start shooting until you're within range of the target.

εύρος λειτουργίας

noun (degree of coverage)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ranging στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ranging

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.