Τι σημαίνει το catholic στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης catholic στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του catholic στο Αγγλικά.
Η λέξη catholic στο Αγγλικά σημαίνει καθολικός, γενικός, Καθολικός, Καθολική, καθολικός, καθολικός, αντί-Καθολικός, Καθολική Εκκλησία, καθολική θεία λειτουργία, ρωμαιοκαθολική θεία λειτουργία, θεία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας, καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικός, ρωμαιοκαθολικός, Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης catholic
καθολικός, γενικόςadjective (broad, wide-ranging) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Καθολικός, Καθολικήnoun (follower of Catholicism) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) The Catholics in this area are an important group of voters. |
καθολικόςadjective (of the Roman Catholic church) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Where's the nearest Catholic church? |
καθολικόςadjective (of Roman Catholic faith) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) One of our local Catholic priests is Asian. |
αντί-Καθολικόςadjective (hostile to Catholics) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The child abuse scandals have led to many anti-Catholic protests. |
Καθολική Εκκλησίαnoun (religion: Roman Catholicism) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Pope is the head of the Catholic Church. Members of the Catholic Church live on every continent. Ο Πάπας είναι ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας. Μέλη της Καθολικής Εκκλησίας ζουν σε κάθε ήπειρο. |
καθολική θεία λειτουργία, ρωμαιοκαθολική θεία λειτουργία, θεία λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίαςnoun (church service) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The family went to Catholic mass every Sunday to worship. |
καθολικό σχολείο, ρωμαιοκαθολικό σχολείοnoun (educational establishment) His mother sent him to Catholic school as she was a devout Catholic. |
ρωμαιοκαθολικόςadjective (of the Roman Catholic Church) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρωμαιοκαθολικόςnoun (member of Roman Catholic Church) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησίαnoun (Christian denomination) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Pope is the head of the Roman Catholic Church. Ο Πάπας είναι η κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του catholic στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του catholic
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.