Τι σημαίνει το from στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης from στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του from στο Αγγλικά.

Η λέξη from στο Αγγλικά σημαίνει από, από, από, από, από, από, από, από, από, εκ μέρους, από, από, κατά, από, από, από, από, -, απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ, αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ, πετάγομαι από κτ, αφαιρώ από κτ, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, σε απόσταση αναπνοής από κτ, δυο λεπτά, δυο βήματα, απουσιάζω από κτ, είμαι απών από κτ, αποσύρομαι από κτ, απουσιάζω από κτ, λείπω από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, απαλλάσσω κπ από κτ, απέχω από κτ, αποχή από κτ, διαχωρίζω κτ από κτ, αντλώ κτ από κτ, απέναντι, είμαι διασκευή, ηλικίας από... μέχρι, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, μακριά από, χωριστά, χώρια, προκύπτω από κτ, σε αντιδιαστολή με, από, εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, εξ επαφής, μακριά από, μακριά από το σπίτι, απαγορεύω, αποκλείω, απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ, κατάγομαι από κπ, είμαι απόγονος, ζητιανεύω κτ από κπ, ωφελούμαι, επωφελούμαι, αναδρομή στο παρελθόν, αναπάντεχος, δανείζομαι, δανείζομαι κτ από κπ/κτ, διώχνω, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, απελευθερώνομαι από κτ, ανασταίνω, κάνω τράκα κτ από κπ, ζητιανεύω κτ από κπ, σκαλίζω, λαξεύω, απολύω, εξορίζω, επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτ, ξεχιονίζω, επιβάλλω κτ σε κπ, φεύγω από κτ, απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ, βγαίνω από κτ, ανασταίνομαι, ανακάμπτω, κατάγομαι, είμαι, προέρχομαι από κτ, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, κατάσχω κτ από κπ, δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, αντιγράφω, κλέβω, στύβω, χρονολογούμαι, απαγορεύω σε κπ την είσοδο σε κτ, καταλαβαίνω κτ από κτ, αντιλαμβάνομαι κτ από κτ, απελευθερώνω, ελευθερώνω, αναχωρώ από κτ, παρεκκλίνω από κτ, διαγράφω κπ από κτ, διαγράφομαι από κτ, προέρχομαι από κτ, προέρχομαι από κτ, προκύπτω από κτ, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ, παίρνω, κατάγομαι από κπ, παύω, σταματώ, απέχω, αποσυνδέω, αποτρέπω, παρεκκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ, παρεκκλίνω από κτ, διαφέρω, διαφορετικός από κτ, διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ, διαχωρίζω τη θέση μου, ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες, ξεκαθαρίζω, κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ, απολύω, αποφυλακίζω, αποσυνδέομαι από κτ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, ξεχωρίζω κτ από κτ, απεμπλέκομαι από κτ, ξεμπερδεύω με κτ, απολύω, βγάζω από το μυαλό, απαλλάσσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης from

από

preposition (starting point in movement)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
We walked from Ely to Eagle Mountain. I can give you directions to our office if you tell me where you will be coming from.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κάναμε πολύ δρόμο σήμερα, περπατήσαμε από την Αθήνα ως τον Πειραιά.

από

preposition (distance)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We live just three miles from the airport.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το χωριό του είναι μόλις 20 χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα.

από

preposition (place of origin)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I am from Norway.
Είμαι από τη Νορβηγία.

από

preposition (starting time)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The shop is open from Tuesdays to Saturdays. If you fancy going for a drink later, I'm free from 5 pm.
Το κατάστημα είναι ανοιχτό από Τρίτη έως Σάββατο.

από

preposition (starting point in time)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He was interested in planes from his early childhood. Starting from Monday, the cafeteria will no longer serve ice cream.
Του άρεσαν τα αεροπλάνα από μικρό παιδί.

από

preposition (starting point in number)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I drink from two to four beers every Friday night. Tickets are available from $100.
Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια.

από

preposition (indicating raw material)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
All the furniture is made from pine.
Όλα τα έπιπλα είναι φτιαγμένα από πεύκο.

από

preposition (as a result of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
He died from a tropical virus.
Πέθανε από έναν τροπικό ιό.

από

preposition (indicating separation)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She removed the parts from the large box. She was separated from her children for days.
Έβγαλε τα ανταλλακτικά από το μεγάλο κουτί. Έμεινε μακριά από τα παιδιά της για μέρες.

εκ μέρους

preposition (on behalf of) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
From the Senator, I give you best wishes for success.

από

preposition (indicating a range)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
They sell everything from soup to nuts.

από

preposition (indicating prevention)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
You saved us from a really boring sermon!

κατά

preposition (point of observer) (επίσημο: σύμφωνα με)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
From my point of view, they're making a mistake.
Για μένα, κάνουν λάθος.

από

preposition (against)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
The coat will protect you from the cold.

από

preposition (among)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
She was chosen from thirty candidates.

από

preposition (indicating source)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
All of our data is from public sources. I got this coat from my mum for my birthday.

από

preposition (indicating difference)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
These figures are distinct from the ones we saw yesterday.

-

preposition (written (used to sign off a letter) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The letter ended, "Write back soon! From, John."

απομακρύνομαι από κτ/κπ, αποστασιοποιούμαι από κτ/κπ

(figurative (separate: from group)

Several members broke away from the party to form their own extremist group.

αποσπώμαι από κτ, διαχωρίζομαι από κτ

(detach, fall off)

When Sue went to take her cakes out of the oven, the handle broke away from the door.

πετάγομαι από κτ

(spring out) (καθομιλουμένη)

He burst out from behind the wall, surprising everyone leaning against it.
Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του.

αφαιρώ από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (take away from [sth])

A scratch in the paint detracted greatly from the painting's value.

που είναι πολύ διαφορετικός από κτ

expression (informal (very different from)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Life in Canada is a far cry from what she's used to in Haiti.
Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή.

σε απόσταση αναπνοής από κτ

expression (US, figurative (very close)

I'm sure you're only a heartbeat away from success now.

δυο λεπτά, δυο βήματα

expression (figurative, informal (near) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The shop is just a stone's throw from my house.
Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου.

απουσιάζω από κτ, είμαι απών από κτ

(not present at)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jasmine was absent from the party on Sunday.
Η Τζάσμιν έλειπε από το πάρτι την Κυριακή.

αποσύρομαι από κτ

verbal expression (formal (leave)

If you feel unwell, simply absent yourself from the table.

απουσιάζω από κτ, λείπω από κτ

verbal expression (formal (not attend)

Mr Smith sends his apologies for having to absent himself from today's meeting.

απαλλάσσω κπ από κτ

(religion: free from sin)

The priest absolved the man of all his sins.

απαλλάσσω κπ από κτ

(free from guilt)

The court absolved Richard of any blame for the accident.

απέχω από κτ

(refrain from, not indulge in)

Roman Catholics abstain from eating meat on Fridays during Lent.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί απέχουν από την κατανάλωση κρέατος κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής.

αποχή από κτ

noun (not partaking of [sth])

If you are driving, abstention from alcohol is the only way to be safe.

διαχωρίζω κτ από κτ

(consider out of practical context)

It is difficult to abstract Baroque music from its religious context.
Είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τη μουσική Μπαρόκ από το θρησκευτικό της πλαίσιο.

αντλώ κτ από κτ

(obtain [sth] from a source)

The data is abstracted from online news stories.

απέναντι

preposition (opposite)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My office building is just across from the mall.
Το κτίριο του γραφείου μου είναι ακριβώς απέναντι από το εμπορικό κέντρο.

είμαι διασκευή

verbal expression (story, movie: be based on [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The film "Invictus" is adapted from a book by John Carlin.

ηλικίας από... μέχρι

(in a given age range)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This program is designed for young people aged from 18 to 25.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

conjunction (except)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Apart from me, none of my classmates delivered the composition on time.
Κανείς από τους συμμαθητές μου εκτός από μένα δεν παρέδωσε την έκθεση εγκαίρως.

μακριά από, χωριστά, χώρια

adjective (separate from, away from)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He built his house apart from the rest of the village.
Έχτισε το σπίτι του μακριά από το υπόλοιπο χωριό.

προκύπτω από κτ

(result)

Several complications arose from the surgery.
Από την εγχείρηση προέκυψαν αρκετές επιπλοκές.

σε αντιδιαστολή με

expression (unlike, not)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από

preposition (starting on)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
You'll need to arrive 10 minutes earlier as from tomorrow.
Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα.

εκτός, με εξαίρεση, εξαιρουμένου

preposition (apart from, not including)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Aside from the high pay, why do you want to be a doctor?
Εκτός από (or: με εξαίρεση) την υψηλή αμοιβή, για ποιον λόγο θέλεις να γίνεις γιατρός;

εξ επαφής

adverb (from near the target) (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Despite security checks, the assassin managed to smuggle a pistol into the press conference, and shot the President from close range.

μακριά από

preposition (at a distance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Away from the earthquake's epicentre there was less damage.
Μακριά από το επίκεντρο του σεισμού υπήρχαν λιγότερες ζημιές.

μακριά από το σπίτι

expression (not where you live)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απαγορεύω

verbal expression (often passive (prohibit) (σε κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Students are banned from chewing gum in class at this school.
Οι μαθητές απαγορεύεται να μασάνε τσίχλα μέσα στην τάξη.

αποκλείω

(expel, exclude) (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After he was caught stealing books, Richie was banned from the library.
Αφότου έπιασαν τον Ρίτσι να κλέβει βιβλία, του απαγόρευσαν την είσοδο στη βιβλιοθήκη.

απαγορεύω σε κπ να κάνει κτ

(often passive (exclude, ban from doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The judge barred Lewis from driving for a year.
Ο δικαστής απαγόρευσε στον Λούις να οδηγεί για έναν χρόνο.

κατάγομαι από κπ

verbal expression (human: have as ancestor)

The family is descended from Prince Axel of Denmark and Princess Margaretha of Sweden.

είμαι απόγονος

verbal expression (have evolved from) (με γενική)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The domestic dog is descended from the wolves of Europe and Asia.

ζητιανεύω κτ από κπ

(request food, money)

The poor boy begged food and money from strangers on the street.
Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο.

ωφελούμαι, επωφελούμαι

(derive advantage) (από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The company will benefit from the growth in sales.
Η εταιρεία θα έχει κέρδος (or: όφελος) από την αύξηση των πωλήσεων.

αναδρομή στο παρελθόν

noun (informal ([sth] unexpectedly nostalgic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναπάντεχος

noun (figurative ([sth] unexpected)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The accusation of theft was a bolt from the blue.

δανείζομαι

(figurative (ideas: take adopt) (μεταφορικά: από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His work borrows from many other artists.
Το έργο του δανείζεται στοιχεία από πολλούς άλλους καλλιτέχνες.

δανείζομαι κτ από κπ/κτ

(figurative (ideas: adopt from others) (μεταφορικά)

Most religions borrow ideas from older ones.
Οι περισσότερες θρησκείες δανείζονται ιδέες από τις παλιότερες.

διώχνω

(US, figurative, slang (evict) (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The football players were bounced from the club for starting a fight.

απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου

verbal expression (escape) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hostage broke free from his captors and ran to safety.

απελευθερώνομαι από κτ

verbal expression (escape)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The two convicts were finally able to break free from the chain gang.
Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων.

ανασταίνω

verbal expression (resuscitate [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The Bible says that Christ brought Lazarus back from the dead.

κάνω τράκα κτ από κπ

(slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Brad is always bumming cigarettes off his friends.
Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του.

ζητιανεύω κτ από κπ

transitive verb (informal (obtain by begging) (ανεπίσημο)

Grayson cadged a quarter from his neighbor to feed the parking meter.

σκαλίζω, λαξεύω

verbal expression (shape: sculpt from) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Michelangelo liked to carve huge athletic nudes out of marble.
Στον Μιχαήλ Άγγελος άρεσε να λαξεύει τεράστια γυμνασμένα γυμνά από μάρμαρο.

απολύω

transitive verb (US, informal (dismiss from a job) (κπ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marco was cashiered from the military because of the mistakes he made.
Ο Μάρκο απολύθηκε από τον στρατό εξαιτίας των λαθών που έκανε.

εξορίζω

(send forth) (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was cast from his city and had to live elsewhere.
Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού.

επιλέγω ανάμεσα σε κτ, διαλέγω ανάμεσα σε κτ

(decide between)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He needs to choose from the three options.
Πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στις τρεις εναλλακτικές.

ξεχιονίζω

verbal expression (shovel snow away from)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I must clear the snow from the driveway so I can drive my car to work.

επιβάλλω κτ σε κπ

transitive verb (bring about by force)

Authorities attempted to coerce cooperation from the residents.

φεύγω από κτ

verbal expression (leave)

Lucy came away from the interview feeling confident that she had got the job.

απομακρύνομαι από κτ, φεύγω από κτ

verbal expression (move further)

Come away from that cliff edge; it may crumble.

βγαίνω από κτ

verbal expression (become detached) (μεταφορικά)

The cupboard door had come away from one of its hinges.

ανασταίνομαι

verbal expression (figurative (succeed again) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In last place going into the final lap, the runner came back from the dead to win the race.

ανακάμπτω

verbal expression (figurative (recover)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After the triple bypass, he came back from the dead and now he is living an active life.

κατάγομαι, είμαι

(be born or raised in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She comes from India. He comes from a very poor part of the country.
Κατάγεται (or: Είναι) από την Ινδία. Κατάγεται (or: Είναι) από ένα πολύ φτωχό μέρος της χώρας.

προέρχομαι από κτ

(have as its source) (έχω ως πηγή)

Three-quarters of our daily water supply comes from lakes, rivers, and streams.
Τα τρία τέταρτα της ημερήσιας προμήθειάς μας σε νερό προέρχονται από λίμνες, ποτάμια και ρυάκια.

κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ

verbal expression (sports: win from a lagging position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He overtook the leader in the last lap to come from behind to win.

κατάσχω κτ από κπ

transitive verb (seize, take away)

A customs officer confiscated the cheese from Rodney.

δεν επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

verbal expression (hold [sb] back legally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The contract constrained the author from hiring a new agent.
Το συμβόλαιο δεν επέτρεπε στον συγγραφέα να προσλάβει νέο ατζέντη.

αντιγράφω, κλέβω

(cheat in an exam) (από κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I failed the test because Jill wouldn't let me crib from her.
Απέτυχα στο τεστ γιατί η Τζιλ δε με άφησε να αντιγράψω από εκείνη.

στύβω

(extract liquid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They crushed the juice from an orange to make a drink.
Έστυψαν τον χυμό από ένα πορτοκάλι για να φτιάξουν ένα ποτό.

χρονολογούμαι

(exist since) (από...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The settlements here date from 1678.
Οι οικισμοί της περιοχής χρονολογούνται από το 1678.

απαγορεύω σε κπ την είσοδο σε κτ

transitive verb (deny admission to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The underage college students were debarred from the club.

καταλαβαίνω κτ από κτ, αντιλαμβάνομαι κτ από κτ

transitive verb (conclude)

The detective deduced the answer from the physical evidence and witness reports.

απελευθερώνω, ελευθερώνω

(liberate, rescue) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The commandos delivered the hostages from captivity.

αναχωρώ από κτ

(leave a place) (μέσο μεταφοράς)

This train departs from New York at 3:15 pm.
Το τρένο αυτό αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη στις 3:15 μ.μ.

παρεκκλίνω από κτ

(figurative (deviate) (μεταφορικά)

My mom was worried when I didn't show up because she knew it was unusual for me to depart from my normal routine.
Η μητέρα μου ανησύχησε όταν δεν εμφανίστηκα γιατί γνώριζε ότι είναι ασυνήθιστο για μένα να αλλάζω τη ρουτίνα μου.

διαγράφω κπ από κτ

(remove from: list, etc.)

διαγράφομαι από κτ

(remove yourself from: list, etc.)

προέρχομαι από κτ

(word: develop from)

The word "deduct" derives from Latin.
Η λέξη «deduct» προέρχεται από τα λατινικά.

προέρχομαι από κτ, προκύπτω από κτ

(have as origin)

The company derives from an idea the partners had when they were students.
Η εταιρεία προέκυψε από μια ιδέα που είχαν οι συνέταιροι όταν ήταν φοιτητές.

εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ

(obtain)

The workers derive the cocaine from the leaves of the coco plant.
Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας.

παίρνω

(gain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam derives great satisfaction from writing poetry.
Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.

κατάγομαι από κπ

(living thing: have evolved from)

All humans descend from a common ancestor.

παύω, σταματώ

(stop doing [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The headteacher ordered the pupil to desist from such disruptive behaviour.

απέχω

verbal expression (stop doing) (από το να κάνω κάτι)

The court ordered the company to desist from trading completely.

αποσυνδέω

(disconnect) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When they got to the campsite, Sue detached the caravan from the car.

αποτρέπω

verbal expression (discourage from doing) (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The large dog deterred trespassers from entering the property.
Το μεγάλο σκυλί απέτρεπε τους περαστικούς απ' το να εισέρχονται στην ιδιοκτησία.

παρεκκλίνω από κτ

(stray from: a course) (την πορεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jan decided to deviate from the path and walk on the beach.

παρεκκλίνω από κτ, αποκλίνω από κτ

(not conform to [sth] usual)

The chef deviated from the traditional recipe by adding further ingredients.

παρεκκλίνω από κτ

(digress from: a topic) (από το θέμα)

The professor deviated from his lesson plan.

διαφέρω

(not be like) (δεν είμαι σαν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This candidate differs from all the others.

διαφορετικός από κτ

(not like)

My father's views on politics are different from mine.

διακρίνω κτ από κτ, ξεχωρίζω κτ από κτ

(see difference)

Many English people cannot differentiate a Yorkshire accent from a Lancashire accent.

διαχωρίζω τη θέση μου

transitive verb (prove yourself unlike)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How would you differentiate yourself from the six other people who have applied for this job?

ξεκαθαρίζω, τακτοποιώ εκκρεμότητες

verbal expression (US, figurative (complete accumulated tasks) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Once I've dug out from under this backlog of paperwork, you and I will celebrate by going out to lunch.

ξεκαθαρίζω

verbal expression (clear accumulated disorder, dirt) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They had to dig their boat out from under the mud left by the flood.

κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ

verbal expression (point in different direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The police were directing traffic away from the street where they were repairing the gas leak.

απολύω

(release from military service) (στρατιωτικός όρος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The commanding officer discharged the soldier from military service.

αποφυλακίζω

(release from prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parole board discharged the man from prison.

αποσυνδέομαι από κτ

(log off from)

Click here to disconnect from the server.

αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω

verbal expression (dissuade) (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane did her best to discourage her friend from drinking too much.
Η Τζέιν έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει τη φίλη της απ' το να πιει πολύ.

ξεχωρίζω κτ από κτ

(differentiate things)

It's hard to discriminate this flower from its close relative.

απεμπλέκομαι από κτ

verbal expression (end involvement in)

Linda had to disengage herself from the project due to a family emergency.

ξεμπερδεύω με κτ

transitive verb and reflexive pronoun (figurative (end involvement in [sth]) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

Alan was unable to disentangle himself from his family's problems.

απολύω

(sack, fire: an employee) (κάποιον από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The board of governors dismissed Ellen from her job as school secretary because of her poor timekeeping.
Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της.

βγάζω από το μυαλό

verbal expression (give no more thought to [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I quickly dismissed the idea from my mind.
Πολύ γρήγορα έβγαλα την ιδέα από το μυαλό μου.

απαλλάσσω

(formal (exempt) (κπ από κτ, από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Winning the lottery dispensed Julie from ever having to work again.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του from στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του from

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.