Τι σημαίνει το recién στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης recién στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recién στο ισπανικά.

Η λέξη recién στο ισπανικά σημαίνει πρόσφατα, μόλις τώρα, ανα-, φρεσκο-, νέος, πρόσφατα, μόλις, καινούριος, νέος, νεοανακαλυφθείς, μόλις κυκλοφόρησε, που μόλις κυκλοφόρησε, που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα, φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοκομμένος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν, σαν καινούριος, νιόπαντροι, νεογέννητο, νεοφερμένος, νιόπαντρος, νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος, νεογνό, νεογέννητο, καινούριος, νεόφερτος, μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε, απογαλακτισμένος, νεογέννητος, νιόπαντρος, που μόλις κυκλοφόρησε, αρχάριος, ξαναφύτρωμα, νεοφερμένος, μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία, νεόνυμφοι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης recién

πρόσφατα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Están recién casados.
Παντρεύτηκαν πρόσφατα.

μόλις τώρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Colin estaba aquí recién. Quizás haya ido a coger algo de la oficina.

ανα-

adverbio

Η Κέιτ επισκέφτηκε το αναδιοργανωμένο μουσείο.

φρεσκο-

adverbio

Diana me trajo un ramo de flores recién cortadas de su jardín.

νέος

adverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El césped recién cortado huele fresco.
Για παράδειγμα: φρεσκοκουρεμένος, νεογέννητος

πρόσφατα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El asistente del panadero trajo una bandeja con cruasanes recientemente horneados.

μόλις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Apenas empiezo a aprender francés: estoy en la tercera lección.

καινούριος, νέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νεοανακαλυφθείς

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Después de ir a Japón, he recién descubierto mi amor por el sushi.
Από όταν πήγα στην Ιαπωνία, το σούσι είναι η νέα μου αγάπη.

μόλις κυκλοφόρησε

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El último boletín del club está recién publicado.

που μόλις κυκλοφόρησε

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hay un libro recién publicado que trata ese tema con detalle.
Υπάρχει ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε και καλύπτει αναλυτικά το θέμα. Το καινούριο βιβλίο του συγγραφέα που μόλις κυκλοφόρησε είναι χαρτόδετο.

που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοκομμένος

(césped) (π.χ. γρασίδι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καινούριος σε κτ, νέος σε κτ

Steven es nuevo en el trabajo, y a menudo pide ayuda.

μόνο αφού, μονάχα αφού, μόνο όταν, μονάχα όταν

locución conjuntiva (εμφατικός τύπος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Recién cuando termines la tarea y los quehaceres podrás ver televisión.
Δεν μπορείς να δεις τηλεόραση μέχρι να τελειώσεις τα μαθήματα και τις δουλειές σου.

σαν καινούριος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John ha arreglado mi bici y ahora está como nueva.

νιόπαντροι

expresión

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Cuando nos fuimos de luna de miel nuestro auto llevaba el clásico cartel de "Recién Casados".

νεογέννητο

locución nominal con flexión de género

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El recién nacido tenía una cabeza que parecía enorme.

νεοφερμένος

locución nominal con flexión de género

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Debemos darle la bienvenida a los recién llegados y tratarlos con respeto.

νιόπαντρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El recién casado les mostró con orgullo a sus compañeros de trabajo algunas fotos de su nueva esposa.

νεόνυμφος στο ταξίδι του μέλιτος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

νεογνό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεογέννητο

locución nominal masculina

El recién nacido pesó 3,100 kg.

καινούριος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

νεόφερτος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απογαλακτισμένος

(ακολουθεί το είδος του ζώου)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

νεογέννητος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡La familia García tiene una beba recién nacida!

νιόπαντρος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pareja recién casada celebró su matrimonio con una botella de champagne.

που μόλις κυκλοφόρησε

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La última película de Judy Law está recién estrenada.

αρχάριος

La compañía es una recién llegada en el campo del márketing.

ξαναφύτρωμα

locución adjetiva (νεολ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεοφερμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los recién llegados solo hablaban chino mandarín.

μετοχή υψηλής ζήτησης, μετοχή που πουλιέται σε υψηλή αξία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νεόνυμφοι

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Los recién casados se fueron de luna de miel a Tahití.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recién στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.