Τι σημαίνει το beyond στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beyond στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beyond στο Αγγλικά.

Η λέξη beyond στο Αγγλικά σημαίνει πέρα από, πάνω από, περισσότερο από, πέρα από, πέρα από, πάνω από, πέρα από, έξω από, πέρα από, εκτός από, πέρα από, μακριά από, με ξεπερνά, παραπέρα, μακρινός, η μεταθανάτια ζωή, περισσότερο, πέρα, πάνω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, κοιτάζω πέρα από κτ, υπέρ το δέον, υπερβάλλων ζήλος, ακατανόητος, απίστευτος, αφάνταστος, ασύγκριτος, ασύγκριτα, ασύγκριτος, απαράμιλλος, ακατανόητος, αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα, πέραν αμφιβολίας, πέρα από κάθε προσδοκία, πέρα από κάθε φαντασία, υπέρμετρα, πέραν αμφιβολίας, που δεν είναι προσβάσιμος, σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ, ανέφικτος, ακατόρθωτος, πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας, απαράδεκτος, ακατανόητος, ξεπερνώ τα όρια, πολύ περισσότερο από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beyond

πέρα από

preposition (further in the distance than) (απόσταση)

Clouds were visible beyond the mountains.
Σύννεφα φαίνονταν πέρα από τα βουνά.

πάνω από, περισσότερο από, πέρα από

preposition (for longer than) (χρόνος)

The hotel cannot hold reservations beyond seventy-two hours.
Το ξενοδοχείο δεν μπορεί να κρατήσει τα δωμάτια πέραν των εβδομήντα δύο ωρών.

πέρα από, πάνω από

preposition (more advanced than)

The solution to your problems is beyond my field of expertise.
Η λύση στα προβλήματά σου είναι πέρα από (or: πάνω από) τις γνώσεις μου.

πέρα από, έξω από

preposition (not subject to, not within)

The laws of gravity are beyond dispute.
Οι νόμοι της βαρύτητας είναι πέραν αμφισβήτησης.

πέρα από, εκτός από

preposition (figurative (other than)

Beyond that, I don't know what to say.
Πέρα από (or: Εκτός από) αυτό, δεν ξέρω τι να πω.

πέρα από, μακριά από

preposition (past)

She's changed beyond recognition from all the stress of her life.
Όλα τα άγχη που πέρασε στη ζωή της την άλλαξαν τόσο που πια δεν αναγνωρίζεται.

με ξεπερνά

preposition (too obscure for: comprehension) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Why she ever left him is beyond me.
Το γιατί στο καλό τον εγκατέλειψε με ξεπερνά.

παραπέρα

adverb (farther)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She longed to go to the next village and beyond.

μακρινός

noun (what is distant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The climber stood at the top of the mountain and gazed into the beyond.

η μεταθανάτια ζωή

noun (the afterlife)

The dying woman hoped to meet her beloved husband again in the beyond.

περισσότερο, πέρα, πάνω

preposition (amount: more than)

Nick wasn't willing to spend anything beyond twenty dollars.

ξεπερνάω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (exceed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
To succeed, you must go beyond what the customer expects.

περνάω, περνώ

phrasal verb, transitive, inseparable (travel further than)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She went beyond the border.

κοιτάζω πέρα από κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (consider more than) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Look beyond his looks; consider his personality.

υπέρ το δέον

preposition (figurative (more than expected)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She always goes above and beyond what is expected of her.
Πάντα δίνει και με το παραπάνω αυτό που αναμένεται από αυτήν.

υπερβάλλων ζήλος

expression (more than required) (επιδεικνύω)

He was honored for performing above and beyond the call of duty.

ακατανόητος

adjective (incomprehensible)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Why Janet stayed with her cheating husband is beyond all understanding.

απίστευτος, αφάνταστος

expression (incredible, unbelievable) (συνήθως για κτ καλό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The amount of money some professional athletes earn is beyond belief.

ασύγκριτος

adjective (without comparison)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sweetness of her voice is beyond compare.

ασύγκριτα

adverb (incomparably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The countryside is lovely beyond compare.

ασύγκριτος, απαράμιλλος

adjective (outstanding, without equal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The beautiful scenery is beyond comparison.

ακατανόητος

adjective (impossible to understand)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αναμφίβολα, αδιαμφισβήτητα

adverb (undeniably)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This is beyond doubt the best song on the CD.

πέραν αμφιβολίας

adjective (certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The theory of evolution is scientifically beyond doubt.

πέρα από κάθε προσδοκία

expression (better than imagined)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέρα από κάθε φαντασία

adjective (inconceivable, wild)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That film takes us to a world beyond imagination.

υπέρμετρα

adverb (more than can be calculated)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πέραν αμφιβολίας

adjective (certain)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His integrity is beyond question.

που δεν είναι προσβάσιμος

adjective (inaccessible)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To avoid accidents, make sure that the appliance and its power cord are beyond reach of children.
Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά.

σε σημείο που δεν μπορεί να το πιάσει κπ

adverb (in an inaccessible place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We placed a mobile above the cot, just beyond reach, so the baby had to grab at it.

ανέφικτος, ακατόρθωτος

adjective (figurative (unattainable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He proved that no dream was beyond reach if we were willing to work for it.

πέραν αμφιβολίας, πέραν πάσης υποψίας

adjective (no chance of being guilty)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Matt's alibi put him beyond suspicion.

απαράδεκτος

adjective (figurative (unacceptable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακατανόητος

adjective (impossible to comprehend)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quantum theory was beyond Simon's understanding. What she sees in him is beyond understanding!
Η κβαντική θεωρία ήταν ακατανόητη για τον Σάιμον. Αδυνατώ να καταλάβω τι του βρίσκει!

ξεπερνώ τα όρια

verbal expression (figurative (be or do [sth] unacceptable)

πολύ περισσότερο από κτ

preposition (far further than, past)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beyond στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beyond

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.