Τι σημαίνει το major στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης major στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του major στο Αγγλικά.

Η λέξη major στο Αγγλικά σημαίνει σημαντικός, τεράστιος, σημαντικός, σοβαρός, ταγματάρχης, ειδίκευση, ειδικότητα, φοιτητής, φοιτήτρια, έχω ως βασικό πεδίο σπουδών, ματζόρε, ματζόρε, σε ματζόρε, μεγαλύτερος, μείζων, ενήλικας, αρχι-, κορυφαίος, αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια, σημαντική υπόθεση, σοβαρό έγκλημα, βασικό πεδίο σπουδών, υποστράτηγος, πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής, πρώτη κατηγορία, κύριες επιχειρήσεις, μείζων χειρουργική επέμβαση, αρχιλοχίας, Μεγάλη Άρκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης major

σημαντικός, τεράστιος

adjective (considerable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Melville was a major influence in his writing.
Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του.

σημαντικός, σοβαρός

adjective (serious)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Illegal downloads pose a major threat to the music industry.
Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία.

ταγματάρχης

noun (military rank)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
After five years in the army, he attained the rank of major.
Μετά από πέντε χρόνια στον στρατό, πήρε το αξίωμα του ταγματάρχη.

ειδίκευση, ειδικότητα

noun (US (university: main subject)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The most popular majors at this university are English, commerce, and economics.
Οι πιο δημοφιλείς ειδικεύσεις (or: ειδικότητες) σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι τα Αγγλικά, το εμπόριο και τα οικονομικά.

φοιτητής, φοιτήτρια

noun (US (student: taking as a main subject)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I am a biology major.
Σπουδάζω βιολογία.

έχω ως βασικό πεδίο σπουδών

(US (study as main subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She is majoring in physics.

ματζόρε

noun (music: key)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The song was written in C-major.
Αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί σε Ντο ματζόρε (or: μείζονα).

ματζόρε

adjective (music: scale)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I need to practise my F major scale on the piano.
Πρέπει να κάνω εξάσκηση στην κλίμακα Λα ματζόρε (or: μείζονα) στο πιάνο.

σε ματζόρε

adjective (music: key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pachelbel's D-major Canon is a well-known piece.
Ο Κανόνας σε Ρε ματζόρε (or: μείζονα) του Πάχαλμπελ είναι ένα πολύ γνωστό κομμάτι.

μεγαλύτερος

adjective (majority)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We have already completed the major part of the drive there.
Έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.

μείζων

adjective (premise: of a syllogism)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In a syllogism, the major premise contains the term that is the predicate of the conclusion.
Σε ένα συλλογισμό, η μείζων πρόταση περιέχει τον όρο που αποτελεί το κατηγόρημα του συμπεράσματος.

ενήλικας

noun (adult)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A major is a person who has reached adulthood.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ενήλικας είναι αυτός που έχει κλείσει τα 18 του χρόνια.

αρχι-

noun (band: leading player)

The drum major was in charge of the rest of the drummers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο επικεφαλής της μπάντας έπρεπε να κρατάει το ρυθμό για τους υπόλοιπους μουσικούς.

κορυφαίος

noun (big company, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The record company that has signed the band is one of the majors.
Η δισκογραφική εταιρεία με την οποία υπέγραψε το συγκρότημα είναι από τις κορυφαίες.

αρχιτυμπανιστής, αχριτυμπανίστρια

noun (band leader)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
The drum major was leading the band down the parade route.

σημαντική υπόθεση

noun (serious crime investigation)

σοβαρό έγκλημα

noun (law: serious violation)

βασικό πεδίο σπουδών

noun (research: main area)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My major field of study is Greek, and I am minoring in art history.

υποστράτηγος

noun (military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής

noun as adjective (US (of premier sports association) (σε άθλημα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πρώτη κατηγορία

plural noun (US (highest professional sports divisions) (αθλητισμός)

κύριες επιχειρήσεις

plural noun (military: large-scale manoeuvres)

μείζων χειρουργική επέμβαση

noun (serious operation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My insurance covers both minor injuries and major surgery. He underwent major surgery and will be in the hospital for at least two weeks.

αρχιλοχίας

noun (military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μεγάλη Άρκτος

noun (constellation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I identified Ursa Major on the star chart.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του major στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του major

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.