Τι σημαίνει το researched στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης researched στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του researched στο Αγγλικά.

Η λέξη researched στο Αγγλικά σημαίνει έρευνα, ερευνώ, κάνω έρευνα, έρευνα αγοράς, Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών, Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας, επιχειρησιακή έρευνα, έρευνα και ανάπτυξη, έρευνα και ανάπτυξη, συνεργάτης ερευνητής, συνεργάτις ερευνήτρια, ερευνητικό κέντρο, ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο, ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευνας, εργαστήριο ερευνών, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, ερευνητική μονογραφία, έρευνα, ερευνητική πρόταση, ερευνητικός δορυφόρος, ερευνητικός σταθμός, έρευνα, ερευνητής, εξερεύνηση του διαστήματος, έρευνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης researched

έρευνα

noun (uncountable (investigation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientist is conducting research.
Ο επιστήμονας διεξάγει έρευνα.

ερευνώ

transitive verb (investigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police will research the suspect's record.
Η αστυνομία θα ερευνήσει το ιστορικό του υπόπτου.

κάνω έρευνα

intransitive verb (carry out research)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He has to research before he can write the essay.

έρευνα αγοράς

noun (investigation into consumers' needs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Recent market research uncovered a consumer need for lower prices.

Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών

noun (UK (government body)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας

noun (UK, initialism (Medical Research Council)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιχειρησιακή έρευνα

noun (mathematical engineering)

έρευνα και ανάπτυξη

noun (abbreviation (research and development)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My brother works in R&D at a large company in Silicon Valley.

έρευνα και ανάπτυξη

noun (business: creation of new products, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνεργάτης ερευνητής, συνεργάτις ερευνήτρια

noun (academic job)

After earning her Master's degree, Kate took a job as a research associate at a major university.

ερευνητικό κέντρο

noun (place for scientific investigation)

I've heard that more than 300 scientists work at the university's research centre.

ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο

noun (place for scientific experimentation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευνας

plural noun (discoveries of an investigation or study)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εργαστήριο ερευνών

noun (place for scientific experimentation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

noun (collection of print materials for research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

noun (publications consulted for research)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ερευνητική μονογραφία

noun (academic study or paper)

I'm reading a research monograph about the 'language' of bees.

έρευνα

noun (written study)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ερευνητική πρόταση

noun (outline of potential area of study)

ερευνητικός δορυφόρος

noun (device sent into space for observation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ερευνητικός σταθμός

noun (place where science experiments are done)

έρευνα

noun (investigation, information-gathering) (επιστημονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Recent research study has revealed that discrimination is still common in many workplaces.

ερευνητής

noun (investigative scientist) (επιστημονικός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξερεύνηση του διαστήματος

noun (scientific investigation of outer space)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρευνα

noun (investigative questioning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του researched στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του researched

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.