Τι σημαίνει το reserve στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης reserve στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reserve στο Αγγλικά.
Η λέξη reserve στο Αγγλικά σημαίνει κάνω κράτηση, κρατάω, κρατώ, αφήνω, επιφυλακτικότητα, αποκλειστικός τομέας, εφεδρεία, απόθεμα, αναπληρωματικός, αποθεματικό, κρατάω, κρατώ, διατηρώ, αναβάλλω, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, ως απόθεμα, καταφύγιο άγριας ζωής, εφεδρικές μονάδες ναυτικού, εφεδρική μονάδα, πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑ, εφεδρικός στρατός, καταφύγιο άγριων ζώων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης reserve
κάνω κράτησηtransitive verb (hotel, restaurant) (σε/για κτ ή με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Malcolm has reserved a room with a sea view for his stay. Ο Μάλκολμ έχει κλείσει (or: κρατήσει) ένα δωμάτιο με θέα στη θάλασσα για τη διαμονή του. |
κρατάω, κρατώtransitive verb (hold place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina reserved a seat for her friend. Η Τίνα κράτησε θέση για τον φίλο της. |
αφήνωtransitive verb (not do yet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill sorted his work into tasks he needed to complete straight away and tasks he could reserve for later. Ο Μπιλ χώρισε τη δουλειά του σε πράγματα που έπρεπε να κάνει αμέσως και σε πράγματα που μπορούσε να αφήσει για αργότερα. |
επιφυλακτικότηταnoun (person's manner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) People often mistake Patricia's reserve for unfriendliness, but really she's very nice when you get to know her. |
αποκλειστικός τομέαςnoun (geography: reserved area) The Native Americans live on a reserve. |
εφεδρείαnoun (often plural (military) (στρατός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janet isn't in the combat zone at the moment; she's in the reserves. |
απόθεμαnoun (often plural (stock, [sth] saved) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Patrick had to start on his emergency reserve of chocolate. |
αναπληρωματικόςnoun (substitute in a team) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) There were fifteen players on the field and two reserves. |
αποθεματικόnoun (often plural (money) (συνήθως πληθυντικός) The company didn't have sufficient reserves to meet its expenses. |
κρατάω, κρατώtransitive verb (set aside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim reserved two pieces of cake for him and Maria to eat later, before serving the rest to his guests. |
διατηρώtransitive verb (keep for yourself) (επίσημο: δικαίωμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sophie reserved the right to terminate her contract, if she found she didn't like the job. |
αναβάλλωtransitive verb (delay) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald wasn't sure about the singer, but decided to reserve judgement until he'd heard the whole song. |
Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτωνnoun (US, abbreviation (Federal Reserve Bank) (στις ΗΠΑ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτωνnoun (US banking system) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωήςnoun (wildlife park, safari park) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ως απόθεμαadverb (in storage, stored up) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Banks only have to keep a fraction of their deposits in reserve. |
καταφύγιο άγριας ζωήςnoun (protected area for wildlife) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The government established a nature reserve in this area so that the tiger population would be safe. |
εφεδρικές μονάδες ναυτικούnoun (navy's stand-by forces) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εφεδρική μονάδαplural noun (part-time or stand-by soldiers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόγραμμα εκπαίδευσης αξιωματικών του στρατού των ΗΠΑnoun (US, initialism (Reserve Officers' Training Corps) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εφεδρικός στρατόςnoun (UK, dated (Territorial Army) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
καταφύγιο άγριων ζώωνnoun (conservation area) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Of course, hunting will never be allowed in the wildlife preserve. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reserve στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του reserve
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.