Τι σημαίνει το report στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης report στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του report στο Αγγλικά.

Η λέξη report στο Αγγλικά σημαίνει περιγραφή, δελτίο, εργασία, μεταδίδω, κάνω ρεπορτάζ, παρουσιάζω, καταγγέλλω, καταγγέλλω, παρουσιάζομαι, ανακοίνωση, αναφορά, ήχος, έλεγχος, πρόγνωση, αναφορά, έκθεση, παρουσιάζομαι, παρουσιάζομαι, δηλώνω, αναφέρω, δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ, παίρνω εντολές από κπ, ετήσια αναφορά, υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά, ενθουσιώδη σχόλια, ενδιάμεση έκθεση, ενδιάμεση αναφορά, ιατρική γνωμάτευση, ρεπορτάζ, αστυνομική αναφορά, έκθεση προόδου, έλεγχος, παρουσιάζομαι, έλεγχος, αυτοαξιολόγηση, αυτοαξιολογούμαι, αυτοαξιολόγησης, αναφορά κατάστασης, ανεπιβεβαίωτος, πρόγνωση καιρού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης report

περιγραφή

noun (account)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His report of the car accident was different from hers.
Η περιγραφή του για το ατύχημα ήταν διαφορετική από τη δική της.

δελτίο

noun (news)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The news report only told one side of the story.
Το δελτίο ειδήσεων έδωσε μόνο τη μία εκδοχή της ιστορίας.

εργασία

noun (school paper)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His report for history class was eight pages long.
Η εργασία του για το μάθημα της ιστορίας ήταν οκτώ σελίδες.

μεταδίδω

transitive verb (make public)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The journalist reported each new development in the talks.
Ο δημοσιογράφος μετέδιδε κάθε νέα εξέλιξη στον τομέα των συζητήσεων.

κάνω ρεπορτάζ

intransitive verb (make news public)

The war correspondent was becoming tired of reporting and wanted to write poetry instead.
Ο πολεμικός ανταποκριτής είχε κουραστεί να κάνει ρεπορτάζ και ήθελε να γράψει ποίηση αντ' αυτού.

παρουσιάζω

(give critical account of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We will report on this in more detail in our next issue.

καταγγέλλω

transitive verb (crime: denounce to police)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The insurance company asked Helen if she had reported the theft of her car.
Η ασφαλιστική εταιρεία ρώτησε την ¨Ελεν, εάν είχε καταγγείλει την κλοπή του αυτοκινήτου της.

καταγγέλλω

(crime: denounce) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She reported the crime to the police.
Κατήγγειλε το έγκλημα στην αστυνομία.

παρουσιάζομαι

intransitive verb (arrive: for military duty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You need to report to barracks by three o'clock on Friday.
Πρέπει να παρουσιαστείς στον στρατώνα ως τις 3 η ώρα την Παρασκευή.

ανακοίνωση

noun (announcement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The report of the new services will appear in the local newspaper.

αναφορά

noun (rumor)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were reports of a massacre, but nobody could confirm them.

ήχος

noun (sound, noise)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The report of the explosion could be heard in the distance.

έλεγχος

noun (student grades) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The report showed that he had four A's and two B's.

πρόγνωση

noun (weather) (καιρού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you know the weather report for this weekend?

αναφορά, έκθεση

noun (company: information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
According to the quarterly report, the company is doing quite well.

παρουσιάζομαι

intransitive verb (show up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yes, he reports promptly every day at seven o'clock.

παρουσιάζομαι

(show up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You must report for work on time.
Πρέπει να παρουσιάζεσαι στη δουλειά στην ώρα σου.

δηλώνω

transitive verb (with clause: give an account of) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He reported that he saw the tall guy hit the other person first.

αναφέρω

transitive verb (communicate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She reported everything that they had decided, so he was in the picture.

δίνω αναφορά σε κπ, δίνω λογαριασμό σε κπ

(give an account of [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Go see what's happening over there, and report back to me.

παίρνω εντολές από κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (be accountable to: a superior)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In the table of organization I report to the director, and eleven other people report to me.

ετήσια αναφορά

noun (yearly financial statement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The figures in this year's annual report are terrible!

υποβάλλω έκθεση, υποβάλλω αναφορά

verbal expression (submit a written summary of [sth])

The boss told me to file a report by midday on Friday.

ενθουσιώδη σχόλια

noun (figurative (praise)

The inspectors gave the college a glowing report.

ενδιάμεση έκθεση, ενδιάμεση αναφορά

noun (financial statement)

The company published its interim report yesterday.

ιατρική γνωμάτευση

noun (doctor's written assessment)

According to the medical report, Tariq suffered a broken ankle in the accident.

ρεπορτάζ

noun (news on TV, radio, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The news report said that the President is visiting India.

αστυνομική αναφορά

noun (written summary of police investigation)

In order to make an insurance claim for theft, you need to provide the insurance company a copy of the police report.

έκθεση προόδου

noun (written assessment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Have you asked the school for a progress report on your child's performance?

έλεγχος

noun (written assessment of school pupil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The grades on his report card were excellent.
Οι βαθμοί στον έλεγχό του ήταν άριστοι.

παρουσιάζομαι

verbal expression (be present at military post) (στρατιώτες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The soldiers were ordered to report for duty at six in the morning.

έλεγχος

noun (written assessment of school pupil)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The school report said that Andy was a hard-working student.

αυτοαξιολόγηση

noun (test or assessment of oneself)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a self-report at the end of each unit of the book.

αυτοαξιολογούμαι

intransitive verb (test or assess oneself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Students will have opportunities to self-report and reflect on their learning.

αυτοαξιολόγησης

adjective (testing or assessing oneself) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please complete this self-report questionnaire.

αναφορά κατάστασης

noun (statement or update)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The World Health Organization has issued a global status report on noncommunicable diseases.

ανεπιβεβαίωτος

noun (rumour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is an unconfirmed report that the Loch Ness monster has been sighted.

πρόγνωση καιρού

noun (broadcast prediction of the weather)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The weather reports all say the hurricane will strike to the east.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του report στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του report

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.