Τι σημαίνει το retiré στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retiré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retiré στο Γαλλικά.

Η λέξη retiré στο Γαλλικά σημαίνει παίρνω πίσω, αποσύρω, αποσύρω, αποσύρω, βγάζω, βγάζω, ανακαλώ, αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ, ανακαλώ, αφαιρώ, τραβάω, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω, βγάζω κτ τραβώντας το, απομακρύνω, αποσύρω, σηκώνω, τραβάω, βγάζω, αποσύρω, απομακρύνω, επιβάλλω, βγάζω, παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω, τραβάω, αφαιρώ, αφαιρώ, αφαιρώ, εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ, εξαργυρώνω, διορθώνω, επανορθώνω, ρουφώ, τρώω, εξαργύρωση, παίρνω, απομακρύνω, βγάζω, πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά, σβήνω, διαγράφω, στραγγίζω, καθαρίζω, πλένω, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω, που αποσύρθηκε, που έχει αποσυρθεί, απομονωμένος, απομονωμένος, αποκομμένος, μοναχικός, ερημικός, απομακρυσμένος, απομακρυσμένος, κατασχεμένος, αποσύρομαι, αποσύρομαι από κτ, αποχωρώ από κτ, αποσύρομαι από κτ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, βγάζω κτ από κτ, αποσύρομαι από κτ, αποσύρομαι, αποσύρω, αποσύρομαι, παραιτούμαι, αποσύρομαι, πελεκάω, πελεκώ, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, ξεκοκαλίζω, ξεσκεπάζω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτ, κόβω, θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας, βγάζω τα παπούτσια, βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, εγκαταλείπω, παρατάω, εκτέμνω, απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο, αίρω την πιστοποίηση, διαγράφω, τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα, αφαιρώ, αφαιρώ προσεκτικά, απομακρύνομαι από κτ/κπ, απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω, απομακρύνω, διαγράφω κπ από κτ, αποστρατεύομαι, διαγράφομαι, αποσύρομαι, ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου, αφαιρώ κτ από κτ, βγάζω το καπέλο, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ, ξεπλένω, διαγράφομαι από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retiré

παίρνω πίσω

verbe transitif (des paroles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais pouvoir retirer ce que j'ai dit quand j'étais en colère.
Μακάρι να μπορούσα να πάρω πίσω αυτά που είπα πάνω στο θυμό μου. Δεν μπορείς να πάρεις πίσω μια προσβολή από τη στιγμή που την ξεστόμισες.

αποσύρω

verbe transitif (une accusation,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il retira ses accusations.
Απέσυρε τις κατηγορίες.

αποσύρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont dû retirer le produit du marché.
Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά.

αποσύρω

verbe transitif (de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais retirer cent livres de mon compte.
Θέλω να σηκώσω εκατό λίρες από τον λογαριασμό μου.

βγάζω

verbe transitif (un couvercle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si tu as chaud, pourquoi est-ce que tu n'enlèves pas (or: ne retires pas) ton pull ?
Εάν ζεσταίνεσαι γιατί δεν βγάζεις το πουλόβερ σου;

ανακαλώ, αποσύρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a retiré sa promesse d'emploi quand elle s'est rendu compte que le candidat avait menti sur son CV.

ανακαλώ

(un propos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναιρώ, ανακαλώ

verbe transitif (des propos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, τραβάω, βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il retira le masque de latex pour révéler sa véritable identité.

βγάζω, αφαιρώ, περικόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είχε ένα χαλασμένο δόντι, το οποίο έπρεπε να αφαιρέσει.

βγάζω κτ τραβώντας το

verbe transitif

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle retira le drap qui recouvrait la sculpture.
Απομάκρυνε το σεντόνι για να αποκαλύψει το γλυπτό.

αποσύρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σηκώνω, τραβάω, βγάζω

(de l'argent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il retire cinquante dollars de mon compte tous les vendredis.

αποσύρω

verbe transitif (κάτι/κάποιον (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons dû retirer l'article de nos magasins après avoir découvert qu'il avait un défaut.

απομακρύνω

verbe transitif (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abby a été définitivement retirée de l'école après avoir frappé un professeur.

επιβάλλω

verbe transitif (France, équivalent : des points) (βαθμούς ποινής στην άδεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cour a retiré six points sur le permis de Jack.

βγάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω, μετακινώ, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les médecins ont retiré la tumeur, éliminant le cancer.
Η Ώντρεϋ έκοψε τη φωτογραφία από το περιοδικό.

αφαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les censeurs vont retirer toutes les mentions des livres bannis quand ils reliront l'article.

αφαιρώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous devons retirer (or: éliminer) cette étape pour rendre le processus plus facile.
Πρέπει να βγάλουμε αυτό το κομμάτι της διαδικασίας προκειμένου να την κάνουμε ευκολότερη.

εκτέμνω, αποκόπτω, περικόπτω, αφαιρώ

(Chirurgie) (κόβω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le chirurgien excisa la tumeur sous anesthésie locale.

εξαργυρώνω

(un bon cadeau,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si vous allez au supermarché, vous devriez en profiter pour échanger ce bon une fois sur place.
Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι.

διορθώνω, επανορθώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις!

ρουφώ, τρώω

(l'énergie) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le travail ennuyeux de Philip lui pompait tout son enthousiasme.
Η βαρετή δουλειά του Φίλιπ απομυζούσε τον ενθουσιασμό του.

εξαργύρωση

(d'un bon cadeau,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίρνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si on retire aux gens leurs armes, ils ne pourront pas vous tuer.
Αν πάρεις (or: κατασχέσεις) τα όπλα των ανθρώπων, δε θα μπορούν να σε σκοτώσουν.

απομακρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

(ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il enleva (or: retira) sa chemise.
Έβγαλε το πουκάμισό του.

πετάω τα ρούχα μου, γδύνομαι βιαστικά

verbe transitif (vêtements) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je vais enlever (or: retirer) ces bottes d'équitation et enfiler des sandales confortables. Harry entra dans la pièce chaude et retira sa veste.

σβήνω, διαγράφω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne les aime plus, barre-les (or: raye-les, or: efface-les, or: retire-les) de la liste des invités.

στραγγίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, πλένω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai passé mes tennis sous l'eau pour enlever la boue.

βγάζω

verbe transitif (τα ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, βγάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avant d'appliquer un nouveau papier peint, je dois enlever (or: retirer) le vieux papier des murs.

που αποσύρθηκε

(financement, soutien, troupes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les marchandises retirées ont été retournées au fabricant.
Τα προϊόντα που αποσύρθηκαν εστάλησαν πίσω στον κατασκευαστή.

που έχει αποσυρθεί

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απομονωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

απομονωμένος, αποκομμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μοναχικός, ερημικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack mène une vie solitaire ; il voit rarement d'autres gens.

απομακρυσμένος

(géographie)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Roosevelt s'est efforcé de faire venir l'électricité jusque dans les zones les plus reculées des États-Unis.
Ο Ρούσβελτ προσπάθησε να φέρει τον ηλεκτρισμό στις πιο απομακρυσμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.

απομακρυσμένος

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous avons loué une voiture et exploré certains endroits retirés (or: reculés) de l'île.
Νοικιάσαμε αυτοκίνητο και εξερευνήσαμε απομακρυσμένα σημεία του νησιού.

κατασχεμένος

adjectif (objet)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αποσύρομαι

verbe pronominal (Militaire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le régiment dut se retirer de sa position.

αποσύρομαι από κτ, αποχωρώ από κτ

George a pris sa retraite de la marine il y a trois ans.
Ο Τζορτζ αποτρατεύτηκε από το Ναυτικό πριν από τρία χρόνια.

αποσύρομαι από κτ

Les troupes se sont retirées de la région.
Τα στρατεύματα αποσύρθηκαν από την περιοχή.

αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À la mort de ses parents, elle s'est simplement retirée de la société.
Μετά το θάνατο των γονιών της, αποσύρθηκε (or: αποτραβήχτηκε) από την κοινωνία.

βγάζω κτ από κτ

(un couvercle)

Est-ce que tu pourrais retirer le couvercle du pot pour moi, s'il te plaît ?
Μπορείς να με βοηθήσεις να βγάλω το καπάκι από αυτό το βάζο;

αποσύρομαι από κτ

Le joueur a dû se retirer de la compétition suite à sa blessure.
Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα.

αποσύρομαι

verbe pronominal (επίσημο, σπάνιο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Retirons-nous au salon.
Θα ήθελες να αποσυρθούμε στο σαλόνι;

αποσύρω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laura a décidé qu'il était temps de retirer ses vieilles chaussures de marche de la circulation, car elles tombaient en morceaux.

αποσύρομαι

verbe pronominal (σε κτ ή κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trevor s'est retiré dans un chalet à la montagne pour trouver la paix et la sérénité pour réfléchir sur sa vie.

παραιτούμαι, αποσύρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le président de la commission a annoncé qu'il allait démissionner.
Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφάσισε να αποσυρθεί (or: παραιτηθεί) λόγω προβλημάτων υγείας.

πελεκάω, πελεκώ

(αφαιρώ κομμάτια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Michel-Ange a créé des statues en taillant le marbre avec un burin et un marteau.

υποχωρώ, οπισθοχωρώ

(Militaire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεκοκαλίζω

(viande)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Désossez les morceaux de poulet et posez-les à plat.
Ξεκοκάλισε τα κομμάτια κοτόπουλου και μετά άνοιξέ τα.

ξεσκεπάζω

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mariée a dévoilé son visage pour que son nouveau mari puisse l'embrasser.

τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω

(émission,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous arrêtons la pièce à la fin de la saison.

που του έχει στερηθεί κτ, που έχασε κτ, που του αφαιρέθηκε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο στρατιώτης που έχασε την προαγωγή του ένιωθε πολύ χάλια με τον εαυτό του.

κόβω

verbe transitif (μεταφορικά: δεν μεταδίδω πια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'émission de radio d'Howard Stern a été retirée de l'antenne pendant un certain temps parce qu'il choquait trop d'auditeurs.

θέτω εκτός ενεργού δραστηριότητας

verbe transitif (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tous les chariots défectueux doivent être retirés de la circulation.

βγάζω τα παπούτσια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au Japon, la tradition exige que l'on enlève ses chaussures avant d'entrer dans une maison.
Είναι σωστό να βγάζεις τα παπούτσια σου πριν μπεις σ' ένα σπίτι στην Ιαπωνία.

βγάλτε γρήγορα, απομακρύνετε γρήγορα

L'étiquette du t-shirt dit: « Laver en machine à l'eau froide, sécher en machine à basse température, retirer rapidement. »

αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, αποχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Williams a dû se retirer de la course après une blessure à la jambe.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les gars se sont retirés quand ils ont vu la police arriver.
Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.

εγκαταλείπω, παρατάω

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conducteur de la voiture en tête s'est retiré de la course car il rencontrait des problèmes de moteur.
Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα.

εκτέμνω

verbe transitif (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αίρω την πιστοποίηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαγράφω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω απότομα, τραβάω γρήγορα

αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle sortit la casserole du four.
Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο.

αφαιρώ προσεκτικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Doris a retiré le bouchon doucement de la bouteille de vin.

απομακρύνομαι από κτ/κπ

Διέταξε τα στρατεύματά του να αποτραβηχτούν από τα σύνορα.

απελευθερώνομαι, απαγκιστρώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est décidé, je me retire du jeu.

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία

verbe pronominal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, κάνω ένα βήμα πίσω

verbe pronominal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si quelqu'un veut la place, je me retire de suite.

απομακρύνω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La société de nettoyage a enlevé (or: retiré) tous les déchets de la maison.
Η εταιρεία καθαρισμού απομάκρυνε τα σκουπίδια από το σπίτι.

διαγράφω κπ από κτ

αποστρατεύομαι

verbe pronominal (Militaire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαγράφομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποσύρομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεντύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai dû me déshabiller pour passer la visite médicale.

αφαιρώ κτ από κτ

verbe transitif

Les relecteurs ont retiré les noms de tous les mineurs de l'article.

βγάζω το καπέλο

(soutenu)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les hommes se sont décoiffés au passage du cortège funèbre.
Όλοι οι άντρες έβγαλαν τα καπέλα τους όταν πέρασε μπροστά τους η νεκρώσιμη πομπή.

εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ

(une substance)

Les ouvriers extraient la cocaïne des feuilles de coca.
Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας.

ξεπλένω

(αυτό που έχει λερωθεί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του.

διαγράφομαι από κτ

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retiré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.