Τι σημαίνει το retombée στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης retombée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του retombée στο Γαλλικά.

Η λέξη retombée στο Γαλλικά σημαίνει υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια, μειώνομαι, σωριάζομαι, πέφτω, μαραζώνω, χάνομαι, ηρεμώ, ησυχάζω, επακόλουθο, παρακλάδι, δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, επιδρώ, συμβάλλω, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω σε κτ, αμβλύνω, ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ, βαρύνω, βυθίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης retombée

υποτροπιάζω, επιστρέφω σε πρότερη κατάσταση ή συνήθεια

verbe intransitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La veille dame retomba dans une profonde dépression.

μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Son enthousiasme a faibli au fur et à mesure de la course.

σωριάζομαι, πέφτω

(cheveux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα.

μαραζώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο ενθουσιασμός του Γκλεν έσβησε μετά από δέκα χρόνια που έκανε την ίδια δουλειά.

ηρεμώ, ησυχάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le vent se calma une fois l'ouragan passé.
Ο αέρας έκοψε καθώς ο τυφώνας απομακρυνόταν.

επακόλουθο

nom féminin (économique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παρακλάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεύτερη νεότητα, ξεμώραμα

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Papi semble retomber en enfance.

κτ δεν με αφήνει σε ησυχία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδρώ, συμβάλλω

(positif)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω σε κτ

Les médicaments ont cessé de faire effet et elle est retombée dans un état végétatif. Après un traumatisme grave, certaines personnes retombent en enfance.
Τα φάρμακα σταμάτησαν να δρουν και ξανάπεσε σε κατάσταση φυτού.

επιστρέφω σε κτ

William avait juré qu'il serait désormais sage, mais il est vite retombé dans ses mauvaises habitudes.
Ο Γουίλιαμ ορκίστηκε ότι θα ήταν καλός από εδώ και πέρα, όμως επέστρεψε σύντομα στον κακό του εαυτό.

αμβλύνω

(les tensions, un conflit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement a envoyé un représentant dans l'espoir d'apaiser les tensions.

ξαναρχίζω να κάνω κτ, ξαναξεκινάω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η Σίλα ξανακύλησε στα ναρκωτικά.

επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κτ

(dans le silence, des travers)

Amber parla brièvement puis retomba dans le silence.
Η Άμπερ μίλησε για λίγο και μετά ξανασιώπησε.

βαρύνω

(un peu familier : responsabilité, tâche) (λόγιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βυθίζομαι

(μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La conversation est retombée dans le silence.
Τη συζήτηση ακολούθησε σιωπή.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του retombée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του retombée

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.