Τι σημαίνει το revenu στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης revenu στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του revenu στο Γαλλικά.
Η λέξη revenu στο Γαλλικά σημαίνει γυρίζω, κάνω come back, επιστρέφω σωρηδόν, γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω, επαναλαμβάνομαι, επιστρέφω στην αρχική θέση, επιστρέφω, έρχομαι, επιστρέφω, κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ, πίσω, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναπάω, επανεμφάνιση, σκάω, που επιστρέφει, που γυρίζει πίσω, εισόδημα, τα προς το ζην, εργαζόμενος, εργαζόμενη, εισόδημα, επανέρχομαι, ξανάρχομαι σε κπ, ανασταίνομαι, επιστροφή, επανεμφάνιση, ισοφαρίζω, πιάνομαι από κτ, επανεξετάζω, ανασταίνομαι, διορθώνω, επανορθώνω, επιστρέφω αμέσως, στο κανονικό, ευυπόληπτα, δεν κρατάω το λόγο μου, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου, γυρίζω το χρόνο πίσω, ανασταίνομαι, επιστροφή στη βάση, επιστρέφω αμέσως, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, κτ με στοιχειώνει, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ, γυρίζω γρήγορα, με πλημμυρίζουν, επιστρέφω με αεροπλάνο, επιστρέφω σε κτ, συνέρχομαι, πάω αντίθετα, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω, επανέρχομαι, επιστρέφω, ανατρέχω σε κτ, ξανασκέφτομαι, επιβάλλεται, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσεις, καθήκον, τακτικός, μόνιμος, σταθερός, ανακάμπτω, δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσω, επιβάλλεται, το ξανασκέφτομαι, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, αθετώ, ξεθυμαίνω, συνέρχομαι, επιστρέφω στην αρχική θέση, κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς, ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά, έχω άθροισμα, υπαναχωρώ από κτ, επιστρέφω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης revenu
γυρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ. |
κάνω come back(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En 2013, le chanteur pop est revenu avec un album qui a fait un carton. Το 2013 ο ποπ τραγουδιστής έκανε come back με ένα άλμπουμ που έσπασε ρεκόρ πωλήσεων. |
επιστρέφω σωρηδόνverbe intransitif |
γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lança le boomerang qui revint immédiatement dans sa direction. |
επαναλαμβάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστρέφω στην αρχική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'espère qu'il reviendra bientôt. Ελπίζω να γυρίσει σύντομα. |
έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jill est triste quand l'anniversaire de la mort de son mari revient. Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της. |
επιστρέφω(évènement, rêve, erreur) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mes cauchemars reviennent sans arrêt. |
κερδίζω αν και είμαι το αουτσάιντερ(Course) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πίσωverbe intransitif (κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Après le pique-nique, ils sont retournés à la voiture et sont rentrés. Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι. |
επιστρέφω, γυρίζωverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναπάω(dans un lieu distant) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis allé en Grèce rendre visite à ma tante l'année dernière et j'ai hâte d'y retourner. Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω. |
επανεμφάνιση(d'une chose) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'attends le retour des beaux jours avec impatience. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η επανεμφάνιση της αρθρίτιδας της την έχει κάνει δυστυχισμένη. |
σκάω(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand Rick et Daisy se disputent, le problème de l'argent pointe toujours le bout de son nez. |
που επιστρέφει, που γυρίζει πίσωadjectif (personne,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εισόδημα(d'une personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il a un revenu annuel très élevé. Έχει πολύ υψηλό ετήσιο εισόδημα. |
τα προς το ζηνnom masculin (finance) En tant que gardien d'immeuble, il a un revenu modeste. Βγάζει με κόπο τα προς το ζην δουλεύοντας ως επιστάτης. |
εργαζόμενος, εργαζόμενη(από εργασία) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
εισόδημαnom masculin (και στον πληθυντικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon salaire ne semble jamais suffisant pour boucler les fins de mois. |
επανέρχομαιlocution verbale (για να κάνω κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξανάρχομαι σε κπ(η ανάμνηση) Le nom du film m'est soudain revenu. Ξαφνικά ξαναθυμήθηκα το όνομα της ταινίας. |
ανασταίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστροφή, επανεμφάνιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mini-jupe fait le plus grand retour en force de la saison. |
ισοφαρίζω(Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après le home run de Murray, les visiteurs ont égalisé. |
πιάνομαι από κτ(μεταφορικά) Η Ντενίς πιάστηκε από το σχόλιο της Λάουρα για τις εργαζόμενες μητέρες. |
επανεξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανασταίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διορθώνω, επανορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εσύ φταις που ο Τομ είναι αναστατωμένος· εσύ το έκανες οπότε τώρα πρέπει να βρεις τρόπο να επανορθώσεις! |
επιστρέφω αμέσως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attendez-moi, je reviens tout de suite. |
στο κανονικό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ευυπόληπτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt ne s'est jamais écarté du droit chemin dans sa vie. Il n'a même jamais eu le moindre PV de stationnement ! |
δεν κρατάω το λόγο μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μουlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je n'en reviens pas que toi, mon propre frère, reviennes sur ta promesse de me prêter de l'argent. |
κάνω την επάνοδό μου, κάνω την επανεμφάνισή μου(objet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυρίζω το χρόνο πίσωlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On ne peut remonter le temps qu'en mémoire ou en pensée. |
ανασταίνομαι(figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επιστροφή στη βάσηlocution verbale (familier) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai voyagé à travers le monde ces neuf dernières années, mais à présent je suis revenu au bercail. Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου. |
επιστρέφω αμέσωςlocution verbale Je reviens tout de suite : je dois aller à l'épicerie chercher des œufs. |
ξαναμπαίνω σε πρόγραμμαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομήlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτ με στοιχειώνειlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επαναλαμβάνω, ξανακάνωlocution verbale (κτ που έκανα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On va revenir sur nos pas et essayer de trouver où tu as laissé tes clés. |
υποχωρώ από κτ, υπαναχωρώ από κτ
|
γυρίζω γρήγοραverbe intransitif |
με πλημμυρίζουν(οι αναμνήσεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω με αεροπλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστρέφω σε κτ
Les médicaments ont cessé de faire effet et elle est retombée dans un état végétatif. Après un traumatisme grave, certaines personnes retombent en enfance. Τα φάρμακα σταμάτησαν να δρουν και ξανάπεσε σε κατάσταση φυτού. |
συνέρχομαιlocution verbale (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il est revenu à lui, il était à l'hôpital. Όταν συνήλθε, βρισκόταν στο νοσοκομείο. |
πάω αντίθετα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Désolé pour mon retard, j'ai raté la sortie pour la plage et j'ai dû rebrousser chemin. |
επανέρχομαι, ξαναγυρίζω, γυρίζω πίσω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επανέρχομαι, επιστρέφωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ανατρέχω σε κτ(Cinéma, anglicisme) |
ξανασκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλεταιverbe transitif indirect (πρέπει) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il incombe aux parents d'élever leurs enfants. |
συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσειςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεφέρω, επαναφέρω στις αισθήσειςlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On l'a fait revenir à elle avec des sels. Την συνέφεραν με αρωματικά άλατα. |
καθήκον(κάποιου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tâche de gérer les finances revient au trésorier de l'organisation. Η αρμοδιότητα του χειρισμού των οικονομικών βαρύνει τον ταμία της οργάνωσης. |
τακτικός, μόνιμος, σταθερός(επισκέπτης, καλεσμένος κ.ά.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'humoriste revenait régulièrement sur plusieurs chaînes info pour ses commentaires particulièrement pertinents. Η κωμικός ήταν τακτική καλεσμένη σε πολλά δίκτυα ειδήσεων εξαιτίας των καίριων σχολίων της. |
ανακάμπτω(figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δεν εμμένω στο παρελθόν, δεν κοιτάζω πίσωlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβάλλεταιverbe transitif indirect (πρέπει) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) |
το ξανασκέφτομαι
Je vous prie de bien vouloir revenir sur votre décision et de nous aider à financer notre nouveau spectacle. |
επιστρέφω στην προγούμενη θέσηverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je vais revenir à la maison quand j'aurai fini mes examens. |
επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αθετώ(sa parole, un contrat, des promesses) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon père n'a pas honoré sa promesse de m'emmener camper ce week-end. |
ξεθυμαίνω(dispute) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Espérons que le conflit se calme bientôt. Ας ελπίσουμε ότι η διένεξη θα ξεθυμάνει σύντομα. |
συνέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le patient a repris connaissance (or: est revenu à lui) après son opération. Ο ασθενής συνήλθε γρήγορα μετά την εγχείρηση. |
επιστρέφω στην αρχική θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les maillots de bain sont habituellement faits de tissu qui revient en place lorsqu'on tire dessus. |
κινούμαι ήσυχα/κρυφά προς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je revins discrètement dans le rang avant que le professeur ne remarque mon absence. |
ξυπνάω, συνέρχομαι, βλέπω τα πράγματα ρεαλιστικά(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai retrouvé mes esprits (or: Je suis revenu sur terre) quand ma copine m'a dit que si je ne changeais pas, elle me quitterait. |
έχω άθροισμα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La somme des faces opposées d'un dé s'élèvent à sept. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
υπαναχωρώ από κτ
|
επιστρέφω σε κπ
|
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του revenu στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του revenu
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.