Τι σημαίνει το ridden στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ridden στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ridden στο Αγγλικά.

Η λέξη ridden στο Αγγλικά σημαίνει προσβεβλημένος, πηγαίνω με κτ, παίρνω, καβαλάω, καβαλώ, ιππεύω, ιππεύω, πηγαίνω, πάω, παιχνίδι, διαδρομή, κούρσα, τα πρήζω, ανεβαίνω, οδηγώ, κινούμαι, είμαι αγκυροβολημένος, κινούμαι, είμαι καβάλα σε κτ, με πνίγει, με βαραίνει, καλύπτω απόσταση, κουβαλάω στους ώμους μου, καβαλάω, κλινήρης, γεμάτος έντομα, υπερχρεωμένος, γεμάτος αρρώστιες, που νιώθει τύψεις, που έχει προσβληθεί από κτ, που έχει κατακλυστεί από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ridden

προσβεβλημένος

adjective (afflicted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πηγαίνω με κτ

transitive verb (travel by: bicycle, motorbike)

He rides his bike to school every day.
Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

παίρνω

transitive verb (travel by: bus, train)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ride the bus into work every day.
Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά.

καβαλάω, καβαλώ

transitive verb (go on: a horse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls love to ride horses.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχεις ξανακαβαλήσει πόνυ, ή είναι η πρώτη σου φορά;

ιππεύω

transitive verb (jockey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jockey was riding the favourite horse.
Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο.

ιππεύω

intransitive verb (go on horseback)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She loves to ride and has her own horse.
Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο.

πηγαίνω, πάω

noun (US, informal (transport: lift in a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thanks for the ride! I'd never have made it here on time without it.
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

παιχνίδι

noun (fairground attraction) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Ferris wheel is my favourite ride at the park.
H ρόδα είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι στο λούνα παρκ.

διαδρομή

noun (informal (trip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was an enjoyable ride through the mountains of West Virginia.
Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή μέσα από τα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια.

κούρσα

noun (US, slang (car, truck) (αργκό, παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Man, you have a nice ride! When did you get that car?

τα πρήζω

verbal expression (US, informal, figurative (harass) (καθομ: σε κπ για να κάνει κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She kept riding him to get him to follow the rules.
Συνέχισε να του τα πρήζει για να τον κάνει να ακολουθήσει τους κανόνες.

ανεβαίνω

intransitive verb (clothing: shift upwards) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His pants tend to ride on his hips.

οδηγώ

intransitive verb (travel by vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We rode for 50 miles but then the car broke down.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

κινούμαι

intransitive verb (be supported or carried) (πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The conveyor belt rides on a series of rollers.

είμαι αγκυροβολημένος

intransitive verb (lie at anchor)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
There was a fishing boat riding in the bay.

κινούμαι

intransitive verb (automobile: perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This new car rides so smoothly!

είμαι καβάλα σε κτ

(be carried)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His son likes to ride on his shoulders.

με πνίγει, με βαραίνει

transitive verb (usually passive (fill, overwhelm: with an emotion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was ridden with anxiety about his exams.
Τον έχει πνίξει το άγχος για τις εξετάσεις του.

καλύπτω απόσταση

transitive verb (travel, traverse: distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We rode 30 km today on our bikes.
Σήμερα, κάναμε 30 χιλιομέτρα με τα ποδήλατά μας.

κουβαλάω στους ώμους μου

transitive verb (carry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ride my son on my shoulders.
Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου.

καβαλάω

transitive verb (be carried on: water, wave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The surfer rode the wave.

κλινήρης

adjective (confined to bed) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My mother is bedridden with severe arthritis.

γεμάτος έντομα

adjective (full of insects)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπερχρεωμένος

adjective (overly indebted)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γεμάτος αρρώστιες

adjective (afflicted by illness)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που νιώθει τύψεις

adjective (feeling very guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει προσβληθεί από κτ

(afflicted by: a disease, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει κατακλυστεί από κτ

(full of: [sth] bad)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ridden στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ridden

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.