Τι σημαίνει το riding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης riding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riding στο Αγγλικά.

Η λέξη riding στο Αγγλικά σημαίνει ιππασία, ανάβαση, εκλογική περιφέρεια, ιππικός, πηγαίνω με κτ, παίρνω, καβαλάω, καβαλώ, ιππεύω, ιππεύω, πηγαίνω, πάω, παιχνίδι, διαδρομή, κούρσα, τα πρήζω, ανεβαίνω, οδηγώ, κινούμαι, είμαι αγκυροβολημένος, κινούμαι, είμαι καβάλα σε κτ, με πνίγει, με βαραίνει, καλύπτω απόσταση, κουβαλάω στους ώμους μου, καβαλάω, ποδηλασία, καβάλημα ταύρου, μαστίγιο, κάνω ιππασία, πάω για ιππασία, κάνω ιππασία, ιππασία, ιππασία, οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας, Κοκκινοσκουφίτσα, μπότες ιππασίας, παντελόνι ιππασίας, καπέλο ιππασίας, μαστίγιο, άλογο επιδείξεων, σακάκι ιππασίας, σχολή ιππασίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης riding

ιππασία

noun (sport: horses)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maggie enjoys riding and goes out on her horse every day.
Η Μάγκι απολαμβάνει την ιππασία και βγαίνει βόλτες με το άλογό της κάθε μέρα.

ανάβαση

noun (act of riding [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alan's bizarre riding of the bike earned him a lot of stares.

εκλογική περιφέρεια

noun (Can (electoral area)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιππικός

noun as adjective (relating to horse riding)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you want to learn to ride a horse, you'll need proper riding equipment.

πηγαίνω με κτ

transitive verb (travel by: bicycle, motorbike)

He rides his bike to school every day.
Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

παίρνω

transitive verb (travel by: bus, train)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ride the bus into work every day.
Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά.

καβαλάω, καβαλώ

transitive verb (go on: a horse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls love to ride horses.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχεις ξανακαβαλήσει πόνυ, ή είναι η πρώτη σου φορά;

ιππεύω

transitive verb (jockey)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jockey was riding the favourite horse.
Ο τζόκεϊ ίππευε το αγαπημένο του άλογο.

ιππεύω

intransitive verb (go on horseback)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She loves to ride and has her own horse.
Της αρέσει να κάνει ιππασία και έχει δικό της άλογο.

πηγαίνω, πάω

noun (US, informal (transport: lift in a vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Thanks for the ride! I'd never have made it here on time without it.
Ευχαριστώ που με πήγες! Δεν θα προλάβαινα με τίποτα χωρίς εσένα.

παιχνίδι

noun (fairground attraction) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Ferris wheel is my favourite ride at the park.
H ρόδα είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι στο λούνα παρκ.

διαδρομή

noun (informal (trip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It was an enjoyable ride through the mountains of West Virginia.
Ήταν μια ευχάριστη διαδρομή μέσα από τα βουνά της Δυτικής Βιρτζίνια.

κούρσα

noun (US, slang (car, truck) (αργκό, παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Man, you have a nice ride! When did you get that car?

τα πρήζω

verbal expression (US, informal, figurative (harass) (καθομ: σε κπ για να κάνει κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She kept riding him to get him to follow the rules.
Συνέχισε να του τα πρήζει για να τον κάνει να ακολουθήσει τους κανόνες.

ανεβαίνω

intransitive verb (clothing: shift upwards) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His pants tend to ride on his hips.

οδηγώ

intransitive verb (travel by vehicle)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We rode for 50 miles but then the car broke down.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είχα κάνει 10 χιλιόμετρα όταν μου έσκασε το λάστιχο του ποδηλάτου.

κινούμαι

intransitive verb (be supported or carried) (πάνω σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The conveyor belt rides on a series of rollers.

είμαι αγκυροβολημένος

intransitive verb (lie at anchor)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
There was a fishing boat riding in the bay.

κινούμαι

intransitive verb (automobile: perform)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This new car rides so smoothly!

είμαι καβάλα σε κτ

(be carried)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His son likes to ride on his shoulders.

με πνίγει, με βαραίνει

transitive verb (usually passive (fill, overwhelm: with an emotion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was ridden with anxiety about his exams.
Τον έχει πνίξει το άγχος για τις εξετάσεις του.

καλύπτω απόσταση

transitive verb (travel, traverse: distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We rode 30 km today on our bikes.
Σήμερα, κάναμε 30 χιλιομέτρα με τα ποδήλατά μας.

κουβαλάω στους ώμους μου

transitive verb (carry)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ride my son on my shoulders.
Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου.

καβαλάω

transitive verb (be carried on: water, wave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The surfer rode the wave.

ποδηλασία

noun (informal (cycling)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I enjoy bike riding during the summer.

καβάλημα ταύρου

(rodeo event)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μαστίγιο

noun (whip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If the horse refuses to walk, just use the crop.

κάνω ιππασία, πάω για ιππασία

verbal expression (UK (ride horses for pleasure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Would you like to go horse riding this afternoon?

κάνω ιππασία

verbal expression (US (ride horses for pleasure)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tourists staying at the ranch will have an opportunity to go horseback riding.

ιππασία

noun (activity: riding on a horse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I love horse riding but it makes my muscles ache afterwards.
Μου αρέσει η ιππασία, αλλά μετά πονάνε οι μύες μου.

ιππασία

noun (US (activity: riding a horse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
One of my favorite summer activities was horseback riding.
Μία από τις αγαπημένες μου καλοκαιρινές δραστηριότητες ήταν η ιππασία.

οδήγηση μηχανής, οδήγηση μοτοσυκλέτας

noun (travelling by motorbike)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Κοκκινοσκουφίτσα

noun (fairytale character)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
The wolf disguised itself as Red Riding Hood's grandmother.

μπότες ιππασίας

plural noun (long boots worn for horse-riding)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My riding boots were absolutely covered in mud.

παντελόνι ιππασίας

plural noun (trousers worn for horse-riding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could tell he'd fallen off his horse by the mud all over his riding breeches.

καπέλο ιππασίας

noun (soft hat worn for horse-riding)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Riding caps aren't worn here any more; nowadays, everyone wears a helmet.

μαστίγιο

(riding whip)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άλογο επιδείξεων

noun (show horse)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Riding horses are selected from many different breeds.

σακάκι ιππασίας

noun (coat worn for horse-riding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A riding jacket used to be worn for fox hunting; now the term is used for a style of jacket.

σχολή ιππασίας

noun (place where horse-riding is taught)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The girl attended a riding school, where she had weekly lessons.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του riding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.