Τι σημαίνει το rouge στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rouge στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rouge στο Γαλλικά.
Η λέξη rouge στο Γαλλικά σημαίνει κόκκινος, κόκκινο, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινα, κόκκινος, κόκκινος, κόκκινο κρασί, κόκκινο κρασί, κόκκινο, κοκκινάδα, κοκκινίλα, ερεθισμένος, ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένος, μπολσεβίκικος, μπολσεβικικός, μπολσεβίκος, ρουζ, ερεθισμένος, κοκκινισμένος, κόκκινο φανάρι, κραγιόν, μούρο, κοκκινολαίμης, αυτός που έχει μείνει πίσω, ινδιάνος, κοκκινολαίμης, Ερυθρός Σταυρός, απόρρητος, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., κατακόκκινος, νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένος, μείον, που δεν περιλαμβάνεται στον τηλεφωνικό κατάλογο, χρυσόψαρο, ρουζ, μπορντό, ψαμμόλιθος, κερασί, κόκκινο πουλί, λάριξ, κεραμιδί, σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα, κόκκινο χαλί, κομμουνιστική σημαία, κόκκινο κρέας, φανάρι, κερασί, κόκκινο μυρμήγκι, ο Ερυθρός Σταυρός, κόκκινο μούρο, ερυθρός νάνος, ερυθρός γίγαντας, κόκκινη πιπεριά, κόκκινος σολoμός, λυθρίνι, καυτό σίδερο, αδύναμη μνήμη, φανάρι, κόκκινο κρεμμύδι, Κοκκινοσκουφίτσα, ερυθρά χρωστική τεύτλων, άνθηση χρώματος κρέατος, κόκκινο φασόλι, κόκκινο λάχανο, κόκκινα νεφροφάσολα, εξαφανισμένο είδος ράλλου, κόκκινο ρύζι, βασικό θέμα, Ερυθρά Θάλασσα, ριζάρι, κιτρινοκαλιακούδα, ερυθρή μετατόπιση, κόκκινη κορδέλα, καφεκόκκινο, ερυθρός τόνος, κόκκινη κάρτα, κόκκινη βελανιδιά, κόκκινη φτελιά, κόκκινο, αιμάτινο φεγγάρι, εκνευρίζομαι, φτάνω στο νεκρό σημείο, κατακόκκινος, κερασένιος, λαμπερός κόκκινος, κερασής, αναψοκοκκινισμένος, κόκκινος, σπίτι με κόκκινα τούβλα, φανάρι, κραγιόν, κόκκινο χαλί, κόκκινο ρύζι, κόκκινη φτελιά, καφεκόκκινος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rouge
κόκκινοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La voiture rouge est passée rapidement. Το κόκκινο αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα. |
κόκκινοnom masculin Ma couleur préférée est le rouge. Το αγαπημένο μου χρώμα είναι το κόκκινο. |
κόκκινοςadjectif (joues) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avions les joues rouges à cause de l'air froid. Τα μάγουλά μας είχαν κοκκινήσει από τον κρύο αέρα. |
κόκκινοςadjectif (soviétique) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Boris a combattu dans l'Armée Rouge. |
κόκκιναnom masculin (vêtements) La femme porte du rouge. |
κόκκινοςnom masculin (figuré : communiste) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Trotski était un rouge. |
κόκκινοςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'Ouest s'est battu contre la "menace communiste". |
κόκκινο κρασί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vin rouge est censé être bon pour le cœur quand il est bu avec modération. Το κόκκινο κρασί υποτίθεται ότι είναι ευεργετικό για την υγεία εάν καταναλώνεται με μέτρο. |
κόκκινο κρασί
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je préfère du vin rouge avec les pâtes. |
κόκκινοnom masculin Arrêtez-vous au feu rouge (or: rouge) s'il vous plaît. |
κοκκινάδαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοκκινίλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερεθισμένοςadjectif (plaie) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il y avait une plaie rouge sur le bras droit d'Anthony. Υπήρχε μια ερεθισμένη πληγή στο δεξί χέρι του Άντονι. |
ξαναμμένος, αναψοκοκκινισμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu es tout rouge d'avoir couru. |
μπολσεβίκικος, μπολσεβικικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπολσεβίκοςnom masculin et féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ρουζ(anglicisme) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ερεθισμένος, κοκκινισμένος(haine, fatigue) (μάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κόκκινο φανάρι
Il faut toujours s'arrêter au feu rouge (or: au rouge). |
κραγιόνnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
μούρο(fruit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En été, les enfants partaient souvent cueillir des baies. Το καλοκαίρι τα παιδιά συχνά μαζεύουν μούρα. |
κοκκινολαίμηςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Parfois, les rouges-gorges chantent même les matins froids d'hiver. Μερικές φορές, οι κοκκινολαίμηδες κελαηδούν ακόμη και τα κρύα πρωινά του χειμώνα. |
αυτός που έχει μείνει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) « Courez plus vite ! » lança l'entraîneur aux retardataires. |
ινδιάνοςnom masculin et féminin (vieilli, péjoratif) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοκκινολαίμηςnom masculin (πουλί) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ερυθρός Σταυρόςnom propre féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απόρρητοςlocution adverbiale (τηλέφωνο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.nom féminin (Grande-Bretagne) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατακόκκινοςadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle portait du rouge à lèvres rouge sang. |
νευριασμένος, οργισμένος, τσατισμένοςlocution adjectivale (enfantin) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μείονlocution adverbiale L'entreprise est dans le rouge depuis des années, mais avec le nouveau président, elle s'est complètement rétablie. Η εταιρεία ήταν μείον για χρόνια, αλλά ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος την επανέφερε ολοκληρωτικά. |
που δεν περιλαμβάνεται στον τηλεφωνικό κατάλογοlocution adjectivale (numéro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρυσόψαροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le chat regardait les poissons rouges dans l'aquarium. |
ρουζ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La pose du maquillage n'est pas complète avant que tu n'appliques du rouge à joues. |
μπορντό(vin) (κρασί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Après le dîner, les invités ont dégusté quelques verres de rouge de Bordeaux. |
ψαμμόλιθοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les immeubles d'habitation ici sont faits en grès rouge. |
κερασίnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κόκκινο πουλί(Ornithologie) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λάριξ(κωνοφόρο δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κεραμιδίnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σε επιφυλακή, σε ετοιμότηταnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόκκινο χαλίnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) On a déroulé le tapis rouge pour la visite de la Reine. |
κομμουνιστική σημαίαnom masculin (drapeau communiste) Le drapeau rouge ne flotte plus sur le Kremlin. |
κόκκινο κρέαςnom féminin Je ne mange pas beaucoup de viande rouge, je préfère le poulet. |
φανάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quand le feu (de signalisation) passe au rouge, vous devez vous arrêter. Όταν το φανάρι γίνει κόκκινο πρέπει να σταματήσεις. |
κερασίnom masculin (χρώμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόκκινο μυρμήγκιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On peut souvent voir des fourmis rouges chercher de la nourriture en forêt. |
ο Ερυθρός Σταυρόςnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La Croix-Rouge est bien souvent le premier organisme de secours à intervenir dans les zones déchirées par la guerre. |
κόκκινο μούροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'adore mettre de la confiture de groseilles rouges sur mes croissants. Μ' αρέσουν πολύ τα κρουασάν με μαρμελάδα κόκκινου μούρου. |
ερυθρός νάνοςnom féminin (Astronomie) (αστέρας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Des astronomes ont découvert une nouvelle planète orbitant autour d'une naine rouge située à 30 années-lumière de la Terre. |
ερυθρός γίγανταςnom féminin (Astronomie) (αστέρας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) On peut voir une géante rouge dans la constellation d'Orion. |
κόκκινη πιπεριάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Techniquement, le poivron rouge est un fruit, pas un légume. Ma femme trouve que je mets trop de poivron rouge dans mon chili. Από τεχνική απόψεως η κόκκινη πιπεριά είναι φρούτο και όχι λαχανικό. |
κόκκινος σολoμόςnom masculin Le prix du saumon rouge a beaucoup augmenté. |
λυθρίνιnom masculin (poisson) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vivaneau rouge est un poisson tellement plébiscité qu'il est en danger dans de nombreuses parties du monde. Το λυθρίνι είναι τόσο δημοφιλές ψάρι που είναι υπό εξαφάνιση σε πολλά μέρη του κόσμου. |
καυτό σίδεροnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αδύναμη μνήμηnom féminin (familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avec sa mémoire de poisson rouge, on pouvait lui promettre tout ce qu'on voulait, il ne s'en souvenait plus un quart d'heure plus tard... |
φανάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aux États-Unis, les feux de signalisation passe du rouge au vert à l'orange. |
κόκκινο κρεμμύδιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Να χρησιμοποιείς πάντα κόκκινο κρεμμύδι όταν μαγειρεύεις σεβίτσε. |
Κοκκινοσκουφίτσαnom propre masculin (personnage) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) Le loup se déguisa en la grand-mère du Petit Chaperon rouge. |
ερυθρά χρωστική τεύτλωνnom masculin (colorant) (χρωστική τροφίμων) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άνθηση χρώματος κρέατοςnom féminin (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόκκινο φασόλιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόκκινο λάχανοnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόκκινα νεφροφάσολαnom masculin (ανεπίσημο) |
εξαφανισμένο είδος ράλλουnom féminin (πτηνό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κόκκινο ρύζιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βασικό θέμαnom masculin Le fil rouge du plan est la création d'emplois. |
Ερυθρά Θάλασσαnom propre féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ριζάρι(Botanique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κιτρινοκαλιακούδαnom masculin (oiseau) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερυθρή μετατόπισηnom masculin (Astronomie) |
κόκκινη κορδέλαnom masculin |
καφεκόκκινοnom masculin invariable (couleur) (χρώμα) |
ερυθρός τόνοςnom masculin |
κόκκινη κάρταnom masculin (Football) |
κόκκινη βελανιδιάnom masculin |
κόκκινη φτελιάnom masculin |
κόκκινοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αιμάτινο φεγγάριnom féminin (μεταφορικά) |
εκνευρίζομαιlocution verbale (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand il a parlé de mon amie de façon irrespectueuse, j'ai vu rouge. |
φτάνω στο νεκρό σημείοlocution verbale (figuré, familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Au train où vont les choses, on aura de la chance si on ne finit pas dans le rouge à la fin de l'année. Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου. |
κατακόκκινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle virait complètement rouge tomate chaque fois que je la regardais. |
κερασένιοςadjectif invariable (στο χρώμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαμπερός κόκκινοςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κερασής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le magnifique joyau était d'un profond rouge cerise. |
αναψοκοκκινισμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
κόκκινοςadjectif invariable (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπίτι με κόκκινα τούβλαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) La famille de Maria habite dans une maison de ville à New York. |
φανάριnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κραγιόν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κόκκινο χαλίnom masculin (figuré) (μεταφορικά: ευνοϊκή μεταχείριση, στρώνω) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les fournisseurs nous ont déroulé le tapis rouge lorsque nous avons visité leur usine. Οι προμηθευτές μας μάς έστρωσαν το κόκκινο χαλί, όταν επισκεφθήκαμε το εργοστάσιό τους. |
κόκκινο ρύζιnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κόκκινη φτελιάnom féminin |
καφεκόκκινοςadjectif invariable (couleur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rouge στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του rouge
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.