Τι σημαίνει το vivir στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vivir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vivir στο ισπανικά.
Η λέξη vivir στο ισπανικά σημαίνει ζω, μένω, ζω, ζω, ζω, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, βιώνω, ζω, ακολουθώ, κάνω, ζω, ζω, τα προς το ζην, κατοικώ, διαμένω, κάνω πραγματικότητα, κατοικώ, διαμένω, μένω, ζω, κατοικώ, δουλειά, ζω, νοικιάζω, συζώ, ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω, διαμένω, κατοικώ, παρακαλώ, ζητιανεύω, ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου, σκληρός, εκτός πραγματικότητας, δικαίωμα στην ασφάλεια, καλή ζωή, μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, ψυχή του γλεντιού, μακροζωία, μακροβιότητα, όρεξη για ζωή, πάθος για ζωή, δίψα για ζωή, αγάπη για τη ζωή, τρόπος ζωής, ζω σαν γουρούνι, συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μου, περνάω δυσκολίες, όσο ζω μαθαίνω, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, ζω στα άκρα, ο χρόνος μου είναι μετρημένος, τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, ζω στη φτώχεια/ένδεια, ζω τρεφόμενος μόνο με, ζω απλά/απλοΐκά, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, ζω άνετα, τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύω, τα βγάζω πέρα, ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή, μένω μόνος μου, συζώ, τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μου, ζω μόνος, συζώ, ζω, ζω σε/στο, ζω με, συγκατοικώ με, ακολουθώ στη ζωή μου, ζω χωρίς, ζω χωριστά, ζω χώρια, μένω μαζί, ζω περισσότερο, στερούμαι, ζω με κτ, ζω από κτ, ανταποκρίνομαι σε κτ, ζω με κτ, κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου, ζω όλο μου τον χρόνο, εκμεταλλεύομαι, ρουφάω το αίμα κάποιου, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, ζω ελεύθερα, ζω ανεξάρτητα, ζω αντισυμβατικά, ζω χωρίς σκοπό, ενυπάρχω, παρασιτώ, αποδέχομαι, υπομένω, συντηρούμαι με κτ, επιβιώνω με κτ, συνυπάρχω με κπ/κτ, ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο, ζω, κατοικώ, αντέχω χωρίς κπ/κτ, κατοικώ, διαμένω, παντρεμένος, ζω σε βάρος κάποιου, αισθάνομαι, ζω την κάθε στιγμή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vivir
ζω, μένωverbo intransitivo (habitar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luca vive en el segundo piso. Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dos trabajos de tiempo completo no es manera de vivir. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡El Rey no está muerto! ¡Vive! Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)! |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sí, todavía vive. Debe tener 90 años de edad. Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών. |
ζω, επιβιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mucha gente alrededor del mundo vive con menos de un dólar al día. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. |
ζωverbo intransitivo (disfrutar) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedes trabajar toda tu vida, ¡tienes que vivir! Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις! |
ζω, κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muchos monjes viven una vida espartana. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
βιώνω, ζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aún vive la guerra en su imaginación. Βιώνει (or: Ζει) ακόμα τον πόλεμο με τη φαντασία του. |
ακολουθώ, κάνω(τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vive una vida moral tal como la predica. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esta especie vive principalmente en el Amazonas. Αυτό το είδος ζει κυρίως στον Αμαζόνιο. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Mientras viva ese hombre no pisará mi casa! Όσο ζω αυτός ο άντρες δεν θα πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου! |
τα προς το ζην
Se gana un modesto vivir como conserje. Βγάζει με κόπο τα προς το ζην δουλεύοντας ως επιστάτης. |
κατοικώ, διαμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viejo vive en una cabaña en el bosque. Ο γέρος κατοικεί (or: διαμένει) σε μια καλύβα στο δάσος. |
κάνω πραγματικότηταverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alentó a sus alumnos a vivir sus sueños. Παρότρυνε τους μαθητές του να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. |
κατοικώ, διαμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) George ha residido aquí toda su vida. Ο Τζωρτζ διέμενε (or: ζούσε) εδώ ολόκληρη τη ζωή του. |
μένω, ζω, κατοικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En India, mucha gente reside en villas miseria. Στην Ινδία, πολλοί φτωχοί άνθρωποι κατοικούν σε παραγκουπόλεις. |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Cuál es tu trabajo? Soy dentista. Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
ζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi abuelo llevó una vida dura. Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή. |
νοικιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Tienes tu propia casa o alquilas? Έχεις δικό σου σπίτι ή νοικιάζεις; |
συζώ(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los ermitaños han habitado este bosque durante siglos. Ερημίτες κατοικούν σε αυτό το δάσος εδώ και αιώνες. |
διαμένω, κατοικώ(δωμάτιο, χώρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una estrella de rock y su banda están ocupando la suite del ático. Ένας ροκ σταρ και η μπάντα του μένουν στο ρετιρέ. |
παρακαλώ, ζητιανεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζω εις βάρος άλλου, ζω με έξοδα άλλου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No puedes gorronear para siempre; debes conseguir un trabajo. |
σκληρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A muchas personas les gusta la experiencia agreste de ir de acampada. |
εκτός πραγματικότηταςlocución verbal (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los políticos que creen que pueden recortar los servicios públicos y mantener su popularidad viven en un mundo irreal. Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας. |
δικαίωμα στην ασφάλεια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una de las "Cuatro Libertades" de Roosvelt era el derecho a vivir sin temor. |
καλή ζωήexpresión (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está viviendo como un rajá en su yate en el Mediterráneo. |
μισθός που επαρκεί για τη διαβίωση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esta compañía no paga ni un sueldo que alcance para vivir. |
νέα πνοή, όρεξη για ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Haber perdido peso me dio renovadas ganas de vivir. |
ψυχή του γλεντιού(ES, coloquial) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Me encanta salir con Marcos; es la alegría de la huerta. |
μακροζωία, μακροβιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenía 96 años cuando murió. ¡Esa es una larga vida! |
όρεξη για ζωή, πάθος για ζωήexpresión (fam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dejó las drogas, y recuperó la alegría de vivir. |
δίψα για ζωήlocución nominal femenina (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αγάπη για τη ζωήexpresión (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρόπος ζωής(voz latina) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ζω σαν γουρούνιlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Colin vive como un cerdo en su piso. |
συναναστρέφομαι ανθρώπους κατώτερης κοινωνικής τάξης από τη δική μουlocución verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο ιδιοκτήτης της έπαυλης πάλι έριξε το επίπεδό του συναναστρεφόμενος τους ντόπιους στο μπαρ. |
περνάω δυσκολίεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sé bueno con ella; está viviendo un momento realmente difícil. |
όσο ζω μαθαίνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) «Vivir y aprender» es mi lema: todos aprendemos de nuestros errores. |
κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλουςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Esos dos hombres solían pelear todo el tiempo, pero ahora decidieron vivir y dejar vivir. |
ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένοςlocución verbal (εγώ και κάποιος άλλος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No sé si están casados, pero viven como marido y mujer hace años. |
ζω στα άκρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A Louise le gusta tomar riesgos y vivir al límite. |
ο χρόνος μου είναι μετρημένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si continuas fumando, estarás viviendo tiempo prestado dentro de poco. |
τα βγάζω πέρα ίσα-ίσα(καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Por entonces vivíamos muy precariamente, apenas si nos alcanzaba para comer. |
ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando era adolescente, vivía sólo para el ballet. Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυναlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω για πάντα, είμαι αθάνατος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτωlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se conoce a las estrellas de rock por vivir de alocadamente y morir jóvenes. |
συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Es incapaz de vivir en paz con quienes le rodean. |
ζω στη φτώχεια/ένδειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mitad del planeta vive en la miseria y la otra mitad tira comida en buen estado. |
ζω τρεφόμενος μόνο μεlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El hombre no puede vivir de pan. |
ζω απλά/απλοΐκά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si vivieras austeramente, no tendrías que trabajar tantas horas. |
ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλειαlocución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Desde que se ganó la lotería vive como un pachá. |
ζω άνετα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con mi sueldo vivo bien. |
τα βγάζω πέρα, τα κουτσοπερνάω, την παλεύωlocución verbal (CL) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aun con dos empleos, ella apenas puede vivir al tres y al cuatro. |
τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella logra ganarse la vida a duras penas trabajando en tres empleos mal pagados. |
ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμήlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yo vivo el presente, de los problemas que pueda traer el futuro ya me ocuparé cuando lleguen. |
μένω μόνος μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζώlocución verbal (figurado) (για ζευγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μουlocución verbal (θετική έννοια) |
ζω μόνος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de compartir departamento durante años es un lujo vivir solo. |
συζώ(ζευγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un año después de empezar a salir, decidieron vivir juntos. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es difícil subsistir con un salario tan bajo. |
ζω σε/στοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jorge vive en la casa de su mamá, porque no puede afrontar él solo el costo de un departamento. |
ζω με, συγκατοικώ με
Una vez conviví con uno que nunca lavaba los platos. Κάποτε ζούσα με κάποιον που δεν έπλενε ποτέ τα πιάτα. |
ακολουθώ στη ζωή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vivir bajo la regla de nunca darse por vencido es lo mejor si quieres tener una vida exitosa. |
ζω χωρίς
Ella es muy austera y prefiere vivir sin lujos. |
ζω χωριστά, ζω χώριαlocución verbal Siguen casados pero hace dos años que viven separados. |
μένω μαζίlocución verbal (καθομιλουμένη) Ellos viven en pareja desde que pudieron pagar un apartamento. |
ζω περισσότερο(σύγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡MI abuela está tan llena de energía que seguro que vivirá más que todos nosotros! Η γιαγιά μου είναι τόσο γεμάτη ενέργεια που σίγουρα θα μας θάψει! |
στερούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un camello puede vivir sin agua por una semana. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Προσωπικά, μπορώ να κάνω και χωρίς τηλεόραση. |
ζω με κτ, ζω από κτ
Mi madre me da una cuota mensual, pero no puedo vivir de eso. Η μητέρα μου μού δίνει ένα μηνιαίο βοήθημα, αλλά δεν θα μπορούσα να ζω μόνο με αυτό. |
ανταποκρίνομαι σε κτ
Hizo todos los esfuerzos por vivir a la altura de sus ideales. Κατέβαλε κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθεί στα ιδεώδη της. |
ζω με κτ
La viuda vive de la pensión de su marido fallecido y de los cheques de la seguridad social. Η χήρα ζει με τη σύνταξη και τις επιταγές Κοινωνικής Ασφάλισης του εκλιπόντος συζύγου της. |
κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω όλο μου τον χρόνοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Pasó el resto de su vida en el mismo pueblito. Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη. |
εκμεταλλεύομαι(συνήθως οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρουφάω το αίμα κάποιουlocución verbal (coloquial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλονlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω ελεύθερα, ζω ανεξάρτητα, ζω αντισυμβατικά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Michelle se deja llevar por la vida y no tiene planes firmes de futuro. |
ζω χωρίς σκοπό(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενυπάρχω(figurado) (λόγιος: σε κτ ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fuertes sentimientos viven en el pecho de Charles. |
παρασιτώ(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aunque tiene más de 30 años, Evan sigue viviendo a costa de sus padres. |
αποδέχομαι, υπομένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su enfermedad es incurable; por tanto, tendrá que aprender a vivir con ella. |
συντηρούμαι με κτ
|
επιβιώνω με κτ
|
συνυπάρχω με κπ/κτ
Las hormigas coexistieron con los dinosaurios. |
ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La cuidadora de mi abuelo vive cama afuera, pero pasa 12 horas en su casa. |
ζω, κατοικώ(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hace tiempo los celtas vivieron en muchas partes de Europa. |
αντέχω χωρίς κπ/κτ(informal) James no puede vivir sin su café de la mañana, así que se compró una máquina de expreso. Ο Τζέιμς δεν την παλεύει χωρίς πρωινό καφέ οπότε αγόρασε μια εσπρεσσιέρα. |
κατοικώ, διαμένω(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sospechoso tiene domicilio en Alemania. |
παντρεμένος(figurado) (μτφ: με κπ/κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mi novio está casado con su trabajo, aunque yo también soy adicta al trabajo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εγώ δε χρειάζομαι γυναίκα. Είμαι παντρεμένος με τη δουλειά μου. |
ζω σε βάρος κάποιουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αισθάνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Consideró que sus acciones eran injustas. Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες. |
ζω την κάθε στιγμήexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vivir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του vivir
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.