Τι σημαίνει το saltar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης saltar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saltar στο πορτογαλικά.

Η λέξη saltar στο πορτογαλικά σημαίνει χοροπηδάω, πέφτω με αλεξίπτωτο, μπαίνω, παίρνω, πηδάω, πηδώ, πηδάω πάνω από κτ, κάνω σκοινάκι, πηδώ, πηδάω, χυμώ, ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ, πετάγομαι από κτ, πετάγομαι, ορμάω, ορμώ, πηδώ, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, ξεπηδώ από κτ, υπερπηδάω, ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων, πετάγομαι, βγαίνω, πηδάω, πηδώ, ξεπηδάω, ξεπηδώ, γουρλώνω, διασκεδάζω, πετάγομαι, παίζω, χοροπηδώ, τρέχω, πηδάω, πηδώ, πηδάω, χοροπηδάω, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, βουτάω, βουτώ, πηδάω, πηδώ, χοροπηδώ, πηδάω πάνω από κτ/κπ, ξεπερνάω, ξεπερνώ, προχωρώ με μεγάλα άλματα, ορμάω, πετάγομαι, χοροπηδάω, σκοινάκι, χοροπηδάω, ελεύθερη πτώση, πηδάω από κτ, ξεχωρίζω, πετάγομαι μπροστά, πέφτω με αλεξίπτωτο, χοροπηδώ, κάνω άλμα επί κοντώ, εκτινάσσομαι, κάνω σκοινάκι, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, άλμα, κάνω κατάδυση με δίπλωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης saltar

χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A garotinha saltava com felicidade pela rua.
Το κορίτσι χοροπηδούσε καθώς κατηφόριζε το δρόμο.

πέφτω με αλεξίπτωτο

(paraquedas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sim, planejamos saltar duas vezes na próxima semana. Preciso preparar meu paraquedas.

μπαίνω, παίρνω

verbo transitivo (embarcar num veículo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Saltei no trem que ia para o sul.

πηδάω, πηδώ

(κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele saltava para aquecer o corpo.
Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί.

πηδάω πάνω από κτ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele saltou sobre a poça para evitar molhar os sapatos.
Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του.

κάνω σκοινάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As crianças pulavam e brincavam de amarelinha na área de lazer.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

πηδώ, πηδάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pulou três capítulos do livro.
Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

χυμώ

(figurado, atacar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O leão se espreitou a zebra distraída e saltou.

ορμάω, χυμάω, χιμάω, χυμώ, χιμώ

(precipitar-se contra ou sobre) (σε κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αετός χύμηξε στον λαγό και τον πήρε μαζί του. Ο αστυνομικός όρμησε στον ένοπλο και τον αφόπλισε.

πετάγομαι από κτ

(καθομιλουμένη)

Ele saltou de trás da parede, surpreendendo todos que estavam encostados nela.
Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του.

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um palhaço saltará da caixa.
Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί.

ορμάω, ορμώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O leão saltou sobre o antílope.
Το λιοντάρι όρμηξε στην αντιλόπη.

πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπερπηδάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jamie saltou a cerca e fugiu.
Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O cavalo saltou a barreira e fugiu.
Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε.

ξεπηδώ από κτ

O sapo pulou do nenúfar.

υπερπηδάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασχολούμαι με τον δρόμο μετ' εμποδίων

(atletismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ken vem saltando há anos.
Ο Κεν ασχολείται με τον δρόμο μετ' εμποδίων χρόνια τώρα.

πετάγομαι, βγαίνω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os olhos dela saltaram da cara com a novidade.
Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της.

πηδάω, πηδώ, ξεπηδάω, ξεπηδώ

(para fora da água) (έξω από το νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γουρλώνω

(protuberante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com os olhos saltando, Vivian tentou esconder o choque e se recompor.

διασκεδάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χοροπηδώ, τρέχω

(brincar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω, πηδώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Com um único salto, Adam pulou o portão.
Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη.

πηδάω, χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cachorrinho corre e pula no campo.

υπερπηδάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os corredores saltaram os obstáculos.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A multidão começou a pular por cima das barreiras de segurança e a polícia não pode controlá-los.
Το πλήθος άρχισε να πηδά πάνω από τα χωρίσματα ασφαλείας και η αστυνομία δεν μπορούσε να το συγκρατήσει.

βουτάω, βουτώ

(informal: mergulhar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Μάικ περπάτησε έως την άκρη της πισίνας, δίστασε προς στιγμή και έπειτα βούτηξε.

πηδάω, πηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kyle pulou por cima da cerca.
Ο Κάιλ πήδηξε πάνω από τον φράκτη.

χοροπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πηδάω πάνω από κτ/κπ

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεπερνάω, ξεπερνώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προχωρώ με μεγάλα άλματα

(figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ορμάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vendo o momento de apanhar a presa, o leopardo deu o bote.

πετάγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O sangue jorrou da ferida aberta.

χοροπηδάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey pulou pela sala em um pé só procurando pelo outro sapato dela.
Η Χέιλι χοροπηδούσε στο δωμάτιο με το ένα πόδι ψάχνοντας το άλλο της παπούτσι.

σκοινάκι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As menininhas estavam brincando com uma corda de pular.
Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

χοροπηδάω

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hailey gritou e pulou em um pé só quando pisava em algo afiado.
Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό.

ελεύθερη πτώση

locução verbal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πηδάω από κτ

Ela estava com muito medo para pular do trampolim mais alto.
Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων.

ξεχωρίζω

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Isso realmente salta à vista em você.
Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου.

πετάγομαι μπροστά

(saltar ou propelir-se para frente)

πέφτω με αλεξίπτωτο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Οι διασώστες έπεσαν με αλεξίπτωτο στην περιοχή για να βοηθήσουν τα παγιδευμένα θύματα.

χοροπηδώ

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω άλμα επί κοντώ

locução verbal (esporte: saltar usando vara)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτινάσσομαι

(BRA)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O piloto pulou de paraquedas logo antes do avião dele bater nas árvores.
Ο πιλότος εκτινάχθηκε ακριβώς πριν το αεροπλάνο του χτυπήσει στα δέντρα.

κάνω σκοινάκι

(BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os boxeadores pulam corda para melhorarem a disposição e o ritmo.
Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους.

τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

(σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

άλμα

(BRA, ginástica olímpica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάνω κατάδυση με δίπλωση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saltar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του saltar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.