Τι σημαίνει το scaling στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scaling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scaling στο Αγγλικά.

Η λέξη scaling στο Αγγλικά σημαίνει ζυγαριά, ζυγαριά, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, κλίμακα, λέπι, σκαρφαλώνω, φολίδα, νιφάδα, πουρί, πέτρα, βράκτιο, φύλλο, ζυγαριά, υπό κλίμακα, ζυγός, αλλάζω δέρμα, πιάνω πουρί, φτιάχνω σε κλίμακα, βγάζω τα λέπια, καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα, επικάθομαι σε κτ, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, κλίμακα μποφόρ, χρωματική κλίμακα, σε πραγματικό μέγεθος, που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους, απλός υπέρηχος, έκταση, ευρύτητα, μεγάλης κλίμακας, μουσική κλίμακα, που δεν είναι υπό κλίμακα, σε παγκόσμια κλίμακα, εκτενώς, ευρέως, σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα, που κυμαίνεται, σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφία, όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση, μισθολογική κλίμακα, πλάστιγγα, ζυγαριά, κλίμακα Ρίχτερ, σχέδιο υπό κλίμακα, μακέτα, μεγαλώνω, αναλογική κλίμακα, μικρής κλίμακας, επηρεάζω κτ αποφασιστικά, σε κλίμακα, μισθολογική κλίμακα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scaling

ζυγαριά

noun (US (weighing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boxer stepped onto the scale.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εάν στους δύο δίσκους τοποθετήσουμε δύο σώματα ίδιου βάρους, ο ζυγός θα ισορροπήσει.

ζυγαριά

plural noun (UK (weighing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I put the onions on the supermarket scales and weighed them.

κλίμακα

noun (mathematical ratio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The map is drawn on a 1:1,000 scale.
Ο χάρτης έχει σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:1000.

κλίμακα

noun (system of measurement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please rate the class on a scale of one to ten.
Σε παρακαλώ βαθμολόγησε την τάξη με κλίμακα από το ένα ως το δέκα.

κλίμακα

noun (size, dimension)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dam project was conceived on a grand scale.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το έργο είναι μεγάλης κλίμακας και θα επηρεάσει όλη τη γύρω περιοχή.

κλίμακα

noun (map: distance line)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scale was shown at the bottom of the map.
Η κλίμακα παρουσιαζόταν στο κάτω μέρος του χάρτη.

κλίμακα

noun (music: sequence of notes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pianist played scales to warm up.
Ο πιανίστας έπαιξε μουσικές κλίμακες για ζέσταμα.

λέπι

noun (usually plural (fish, snake: skin plaque)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most fish are covered in scales.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το συγκεκριμένο είδος βαθύβιου ψαριού καλύπτεται από τριγωνικές φολίδες που φωσφορίζουν.

σκαρφαλώνω

transitive verb (climb: fence, mountain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boys scaled the fence.
Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη.

φολίδα

noun (often plural (flake of skin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were scales of dandruff on the shirt.

νιφάδα

noun (flake)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were scales of rust on the pipe.

πουρί

noun (calcium in kettles, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The inside of the pot was covered with a calcium scale.

πέτρα

noun (build-up on teeth) (στα δόντια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The molars were covered with plaque scale.

βράκτιο

noun (bract)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The scale is often found just below a plant's flower.

φύλλο

noun (armour: metal plate)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soldier's armour was made up of many small scales of bronze.

ζυγαριά

noun (pan of weighing device)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The jeweller put gold on the scale.

υπό κλίμακα

noun as adjective (to a certain scale)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
We looked at scale drawings of the new building.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σχέδια είναι υπό κλίμακα, αλλιώς δεν θα χωρούσαν στο χαρτί.

ζυγός

plural noun (rare (sign of the zodiac: Libra) (ζώδιο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jim's astrological sign is the scales.

αλλάζω δέρμα

intransitive verb (snake: shed skin plaques)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The snake is ready to scale.

πιάνω πουρί

intransitive verb (become encrusted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The taps became scaled.

φτιάχνω σε κλίμακα

transitive verb (adjust dimensions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He scaled the model to one tenth of the final size.
Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους.

βγάζω τα λέπια

transitive verb (remove scales from: a fish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fisherman scaled the fish he caught.

καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα

transitive verb (remove plaque from: teeth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The dentist scaled the patient's teeth.

επικάθομαι σε κτ

transitive verb (form scale on)

Calcium scaled the bathtub.

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

phrasal verb, intransitive (reduce, downsize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company has to scale back in order to continue in business.

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

phrasal verb, transitive, separable (reduce, downsize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αυξάνω, πολλαπλασιάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (increase, upsize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Now that the business is turning a profit, it is time to scale up operations.

κλίμακα μποφόρ

noun (measure of wind force)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρωματική κλίμακα

noun (music: semitone intervals) (μουσική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eastern music differs from Western music in the tonal qualities of the chromatic scales.

σε πραγματικό μέγεθος

adjective (life size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The artist specializes in painting full-scale portraits.

που χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα, που χρησιμοποιεί όλους τους διαθέσιμους πόρους

adjective (using all resources)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The generals are planning a full-scale invasion of the island.

απλός υπέρηχος

noun (black-and-white ultrasound imaging) (όχι έγχρωμος)

έκταση, ευρύτητα

noun (large dimensions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάλης κλίμακας

adjective (big, extensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There was a large-scale protest against the Iraq war in Washington, DC.

μουσική κλίμακα

noun (sequence of pitches)

που δεν είναι υπό κλίμακα

adjective (not proportioned accurately)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I gave the bricklayer a quick sketch of the wall, though it was not to scale.

σε παγκόσμια κλίμακα

adverb (worldwide)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The climate is changing not only in my local area, but on a global scale.

εκτενώς, ευρέως

adverb (far reaching)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Operations are being conducted on a great scale in order to track down the flight recorder in the aftermath of last week's plane crash.

σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα

adverb (to a great extent)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Stopping climate change will require action on a large scale.

που κυμαίνεται

preposition (ranging from)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On a scale of 1 to 10, I'd give this book an 8.

σε μικρή κλίμακα, σε μικρογραφία

adverb (in miniature)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The model showed New York City on a small scale.

όχι εκτενώς, σε περιορισμένη έκταση

adverb (not extensively)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He started selling watches on a small scale, then increased his business.

μισθολογική κλίμακα

noun (salary range)

πλάστιγγα

noun (large weighing apparatus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He drove his truck onto the platform scale so the load on the axles could be checked.

ζυγαριά

noun (instrument for weighing mail) (ταχυδρομείου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλίμακα Ρίχτερ

noun (earthquake strength)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σχέδιο υπό κλίμακα

noun (illustration made in proportion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henrietta made a scale drawing of her garden. The artist began with a scale drawing of the planned mural.
Η Εριέττα έκανε ένα σχέδιο του κήπου της υπό κλίμακα. Ο καλλιτέχνης άρχισε με ένα σχέδιο υπό κλίμακα της προβλεπόμενης τοιχογραφίας.

μακέτα

noun (copy: not actual size)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγαλώνω

(increase in size)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλογική κλίμακα

noun (prices: according to income) (τιμών)

The local clinic uses a sliding scale so I can afford their services.

μικρής κλίμακας

adjective (limited scope)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

επηρεάζω κτ αποφασιστικά

verbal expression (figurative (cause [sth] to be more likely)

σε κλίμακα

adverb (in correct proportion, at actual size)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισθολογική κλίμακα

noun (salary range)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scaling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του scaling

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.