Τι σημαίνει το secondary στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης secondary στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του secondary στο Αγγλικά.

Η λέξη secondary στο Αγγλικά σημαίνει δευτερεύων, δευτερεύων, δευτερεύων σε σχέση με κτ, δευτερεύων, δευτεροβάθμιος, μεταδευτεροβάθμιος, δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έμμεση μαρτυρία, δευτερογενής τομέας, δευτερεύουσα οδός, δευτεροβάθμιο σχολείο, δεύτερη πηγή, καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης secondary

δευτερεύων

adjective (second in importance)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Safety's our main concern; all other matters are secondary.
Η ασφάλεια είναι το κύριο μέλημα για μας. Όλα τα άλλα θέματα είναι δευτερεύοντα.

δευτερεύων

adjective (importance: minor)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
We'll address these secondary concerns another time.
Θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις δευτερεύουσες υποθέσεις μια άλλη φορά.

δευτερεύων σε σχέση με κτ

verbal expression (be of lesser importance than [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Looks are secondary to a great sense of humor.

δευτερεύων

adjective (source: derived)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Wikipedia relies mainly on secondary sources.
Η Βικιπαίδεια βασίζεται κυρίως σε δευτερογενείς πηγές.

δευτεροβάθμιος

adjective (UK (relating to secondary school)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She never got past secondary education.
Ποτέ δεν προχώρησε πέρα από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

μεταδευτεροβάθμιος

adjective (education: tertiary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The scheme is intended to address the specific needs of post-secondary students. We provide courses for learners at a post-secondary, but not tertiary, level.

δευτεροβάθμια εκπαίδευση

noun (education at high-school level)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έμμεση μαρτυρία

noun (law: indirect proof) (νομικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δευτερογενής τομέας

noun (manufacturing, services, etc.)

δευτερεύουσα οδός

noun (arterial road)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The road south was a secondary road, and in very bad condition.

δευτεροβάθμιο σχολείο

noun (junior, senior high)

Jimmy starts secondary school tomorrow.
Ο Τζίμι ξεκινάει αύριο το γυμνάσιο.

δεύτερη πηγή

noun (supplementary reading)

καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπάιδευσης

noun (educator in a high school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

noun (pupil at high school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
New figures show record high achievements for secondary-school pupils.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του secondary στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του secondary

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.